Anonymous

περιπευκής: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_7)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''περιπευκής''': -ές, ([[πεύκη]]) ὁ [[πάνυ]] [[πικρός]], ὁ προξενῶν πόνους μεγάλους, ὀξὺ [[βέλος]] περιπευκὲς Ἰλ. Λ. 845· πρβλ. [[ἐχεπευκής]]. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «περιπευκές· περισσῶς πικρόν, διὰ τὸ χρίεσθαι. πικρὰ γὰρ ἡ [[πεύκη]]».
|lstext='''περιπευκής''': -ές, ([[πεύκη]]) ὁ [[πάνυ]] [[πικρός]], ὁ προξενῶν πόνους μεγάλους, ὀξὺ [[βέλος]] περιπευκὲς Ἰλ. Λ. 845· πρβλ. [[ἐχεπευκής]]. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «περιπευκές· περισσῶς πικρόν, διὰ τὸ χρίεσθαι. πικρὰ γὰρ ἡ [[πεύκη]]».
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />très amer, qui cause une grande douleur.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[πεύκη]].
}}
}}