Anonymous

πλόκιος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_4)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πλόκιος''': -α, -ον, ([[πλέκω]]) πεπλεγμένος, συνεστραμμένος, διάφ. γραφ. ἀντὶ τοῦ [[κλόπιος]], Ὀδ. Ν. 295.
|lstext='''πλόκιος''': -α, -ον, ([[πλέκω]]) πεπλεγμένος, συνεστραμμένος, διάφ. γραφ. ἀντὶ τοῦ [[κλόπιος]], Ὀδ. Ν. 295.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />entrelacé.<br />'''Étymologie:''' [[πλόκος]].
}}
}}