Anonymous

πεφυλαγμένως: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_6)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πεφῠλαγμένως''': Ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ [[φυλάσσω]], [[μετὰ]] προφυλάξεως, [[μετὰ]] προσοχῆς, Ξεν. Ἀνάβ. 2. 4, 24, Δημ. 83 ἐν τέλ.· π. ἔχειν [[πρός]] τι Ἰσοκρ. 178Ε. 2) ἀσφαλῶς, Ξεν. Ἱππαρχικ. 6, 2.
|lstext='''πεφῠλαγμένως''': Ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ [[φυλάσσω]], [[μετὰ]] προφυλάξεως, [[μετὰ]] προσοχῆς, Ξεν. Ἀνάβ. 2. 4, 24, Δημ. 83 ἐν τέλ.· π. ἔχειν [[πρός]] τι Ἰσοκρ. 178Ε. 2) ἀσφαλῶς, Ξεν. Ἱππαρχικ. 6, 2.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />avec précaution.<br />'''Étymologie:''' part. pf. Pass. de [[φυλάσσω]].
}}
}}