3,273,831
edits
(6_10) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πηγός''': -ή, -όν, ([[πήγνυμι]] ΙΙ) [[εὐπαγής]], ἵππους πηγούς, «εὐτραφεῖς, εὐπαγεῖς» (Σχόλ.), Ἰλ. Ι. 124· κύματι πηγῷ, ἐπὶ ἰσχυροῦ, μεγάλου κύματος (πρβλ. [[κῦμα]] τρόφι, τροφόεν), Ὀδ. Ε. 388. Ψ. 235. ΙΙ. ὁ Ἡσύχ. ἔχει: «πηγόν· οἱ μὲν [[λευκόν]], οἱ δὲ [[μέλαν]]»: καὶ [[οὕτως]] ὁ Εὐστ. 403. 43, πρβλ. 740. 50., 1539. 42· καὶ ἡ [[ἔννοια]] τοῦ λευκοῦ ἀπαντᾷ ἐν τῷ: [[πλόκος]] πηγὸς (Λυκόφρων 336), καί: κύνας ἥμισυ πηγούς, κατὰ τὸ ἥμισυ λευκοὺς (Καλλ. εἰς Ἄρτ. 90)· ― περὶ τοῦ ἐν Στράτωνος «Φοινικίδῃ» 1. 36 πηγὸς πάρεστι ἴδε Meineke ἐν τόπῳ. | |lstext='''πηγός''': -ή, -όν, ([[πήγνυμι]] ΙΙ) [[εὐπαγής]], ἵππους πηγούς, «εὐτραφεῖς, εὐπαγεῖς» (Σχόλ.), Ἰλ. Ι. 124· κύματι πηγῷ, ἐπὶ ἰσχυροῦ, μεγάλου κύματος (πρβλ. [[κῦμα]] τρόφι, τροφόεν), Ὀδ. Ε. 388. Ψ. 235. ΙΙ. ὁ Ἡσύχ. ἔχει: «πηγόν· οἱ μὲν [[λευκόν]], οἱ δὲ [[μέλαν]]»: καὶ [[οὕτως]] ὁ Εὐστ. 403. 43, πρβλ. 740. 50., 1539. 42· καὶ ἡ [[ἔννοια]] τοῦ λευκοῦ ἀπαντᾷ ἐν τῷ: [[πλόκος]] πηγὸς (Λυκόφρων 336), καί: κύνας ἥμισυ πηγούς, κατὰ τὸ ἥμισυ λευκοὺς (Καλλ. εἰς Ἄρτ. 90)· ― περὶ τοῦ ἐν Στράτωνος «Φοινικίδῃ» 1. 36 πηγὸς πάρεστι ἴδε Meineke ἐν τόπῳ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />compact, épais, <i>d’où</i><br /><b>1</b> solide, fort, vigoureux (cheval);<br /><b>2</b> gros, énorme (vague).<br />'''Étymologie:''' [[πήγνυμι]]. | |||
}} | }} |