3,274,917
edits
(6_3) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''περιψύχω''': [ῡ], μέλλ. -ξω, [[κάμνω]] τι ψυχρὸν ὁλόγυρα, Λατιν. perfrigerare, Ἀριστ. Προβλ. 36. 7. ― Παθ., [[γίνομαι]] [[ψυχρός]], παγώνω κατὰ τὴν ἐπιφάνειαν ἢ τὰ [[ἄκρα]], Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 974· [[γίνομαι]] [[ψυχρός]], Πλούτ. 2. 690D· ― οὕτω καὶ μεταβατ. ἐν τῷ ἐνεργ., Ἱππ. Κωακ. 147, Ἐπιδημ. τὸ Γ΄, 1093, Θεοφρ. περὶ Πυρὸς 52. ΙΙ. μεταφορ., [[δροσίζω]], [[ἀναψύχω]], περιποιοῦμαι, τινὰ Διον. Ἁλ. 7. 46, Ἀλκίφρων 1. 39, Ἑβδ. (Σειρὰχ Λ΄, 7). | |lstext='''περιψύχω''': [ῡ], μέλλ. -ξω, [[κάμνω]] τι ψυχρὸν ὁλόγυρα, Λατιν. perfrigerare, Ἀριστ. Προβλ. 36. 7. ― Παθ., [[γίνομαι]] [[ψυχρός]], παγώνω κατὰ τὴν ἐπιφάνειαν ἢ τὰ [[ἄκρα]], Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 974· [[γίνομαι]] [[ψυχρός]], Πλούτ. 2. 690D· ― οὕτω καὶ μεταβατ. ἐν τῷ ἐνεργ., Ἱππ. Κωακ. 147, Ἐπιδημ. τὸ Γ΄, 1093, Θεοφρ. περὶ Πυρὸς 52. ΙΙ. μεταφορ., [[δροσίζω]], [[ἀναψύχω]], περιποιοῦμαι, τινὰ Διον. Ἁλ. 7. 46, Ἀλκίφρων 1. 39, Ἑβδ. (Σειρὰχ Λ΄, 7). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>Ι.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> refroidir tout autour, à la surface <i>ou</i> aux extrémités ; <i>Pass.</i> se refroidir aux extrémités pendant la fièvre;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> rafraîchir, ranimer, récréer;<br /><b>II.</b> <i>intr.</i> se refroidir à la surface <i>ou</i> aux extrémités.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[ψύχω]]. | |||
}} | }} |