Anonymous

πλοιάριον: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_3)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πλοιάριον''': [ᾰ], τό, ὑποκορ. τοῦ [[πλοῖον]], μικρὸν [[πλοῖον]], [[ἄκατος]], Ἀριστοφ. Βάτρ. 139, Ξεν. Ἑλλ. 4, 5, 17, κτλ. ΙΙ. [[εἶδος]] γυναικείου ὑποδήματος, [[Πολυδ]]. Ζϳ, 93.
|lstext='''πλοιάριον''': [ᾰ], τό, ὑποκορ. τοῦ [[πλοῖον]], μικρὸν [[πλοῖον]], [[ἄκατος]], Ἀριστοφ. Βάτρ. 139, Ξεν. Ἑλλ. 4, 5, 17, κτλ. ΙΙ. [[εἶδος]] γυναικείου ὑποδήματος, [[Πολυδ]]. Ζϳ, 93.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />petit bateau.<br />'''Étymologie:''' dim. de [[πλοῖον]].
}}
}}