Anonymous

πληθύνω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_3)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πληθύνω''': [ῡ], μεταβατικὸν τοῦ [[πληθύω]], ὡς καὶ νῦν, [[αὐξάνω]], [[πολλαπλασιάζω]], Ἐπιστ. Β΄ πρὸς Κορινθ. θ΄, 10, πρὸς Ἑβρ. ς΄, 14. ― Παθ., [[γίνομαι]] [[πλήρης]], αὐξάνομαι, [[γίνομαι]] μεγαλείτερος, ἴδε [[πληθύω]] Ι· τὸ [[δικαστήριον]] πληθυνέσθω, ἂς συμπληρωθῇ, Συλλ. Ἐπιγρ. 73c. B. 6 (Προσθῆκ.)· ταῖς γυναιξὶ τὸ [[γάλα]] πληθύνεται, γίνεται πολύ, ἄφθονον, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 11, 1. 2) ἀμεταβ., ἴδε [[πληθύω]] ΙΙ. ΙΙ. Παθ., [[φέρω]] εἰς [[πέρας]] διὰ πλειονοψηφίας, ἀποφασίζω, δήμου... χεὶρ ὅπη πληθύνεται ([[ἔνθα]] ὁ Μεδ. Κῶδ. πληθύεται) Αἰσχύλ. Ἱκ. 604· μετ’ ἀπαρ., ταύτην ἐπαινεῖν… πληθύνομαι, εἶμαι ἀποφασισμένος, ἔχω ἀποφασίσει, ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1370· ― πρκμ. πεπλήθυνται Ἑβδ. (Γέν. ΙΙΙ΄, 20).
|lstext='''πληθύνω''': [ῡ], μεταβατικὸν τοῦ [[πληθύω]], ὡς καὶ νῦν, [[αὐξάνω]], [[πολλαπλασιάζω]], Ἐπιστ. Β΄ πρὸς Κορινθ. θ΄, 10, πρὸς Ἑβρ. ς΄, 14. ― Παθ., [[γίνομαι]] [[πλήρης]], αὐξάνομαι, [[γίνομαι]] μεγαλείτερος, ἴδε [[πληθύω]] Ι· τὸ [[δικαστήριον]] πληθυνέσθω, ἂς συμπληρωθῇ, Συλλ. Ἐπιγρ. 73c. B. 6 (Προσθῆκ.)· ταῖς γυναιξὶ τὸ [[γάλα]] πληθύνεται, γίνεται πολύ, ἄφθονον, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 11, 1. 2) ἀμεταβ., ἴδε [[πληθύω]] ΙΙ. ΙΙ. Παθ., [[φέρω]] εἰς [[πέρας]] διὰ πλειονοψηφίας, ἀποφασίζω, δήμου... χεὶρ ὅπη πληθύνεται ([[ἔνθα]] ὁ Μεδ. Κῶδ. πληθύεται) Αἰσχύλ. Ἱκ. 604· μετ’ ἀπαρ., ταύτην ἐπαινεῖν… πληθύνομαι, εἶμαι ἀποφασισμένος, ἔχω ἀποφασίσει, ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1370· ― πρκμ. πεπλήθυνται Ἑβδ. (Γέν. ΙΙΙ΄, 20).
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> <i>tr.</i> être une foule pour ; être d’accord avec la foule pour, inf.;<br /><b>2</b> <i>intr.</i> faire des progrès, se répandre de plus en plus <i>en parl. de bruits</i>.<br />'''Étymologie:''' [[πλῆθος]].
}}
}}