Anonymous

πολεμοποιός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_18)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολεμοποιός''': -όν, ὁ ποιῶν, κινῶν πόλεμον, ὁ γινόμενος [[αἴτιος]] πολέμου, ἔστι δὲ πολεμοποιὸς ὁ Τύραννος Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 11, 10, πρβλ. Πλούτ. 2. 311F, κτλ.
|lstext='''πολεμοποιός''': -όν, ὁ ποιῶν, κινῶν πόλεμον, ὁ γινόμενος [[αἴτιος]] πολέμου, ἔστι δὲ πολεμοποιὸς ὁ Τύραννος Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 11, 10, πρβλ. Πλούτ. 2. 311F, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=ός, όν :<br />qui excite une guerre, auteur d’une guerre.<br />'''Étymologie:''' [[πόλεμος]], [[ποιέω]].
}}
}}