Anonymous

ποδορραγής: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_7)
(Bailly1_4)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ποδορρᾰγής''': -ές, ([[ῥήγνυμι]]) ὁ ἐξορμῶν ἐπὶ τῇ κρούσει τοῦ ποδός, ὕδατα π., ὡς ἡ [[Ἱπποκρήνη]], Ἀνθ. Π. 9. 225.
|lstext='''ποδορρᾰγής''': -ές, ([[ῥήγνυμι]]) ὁ ἐξορμῶν ἐπὶ τῇ κρούσει τοῦ ποδός, ὕδατα π., ὡς ἡ [[Ἱπποκρήνη]], Ἀνθ. Π. 9. 225.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui s’entrouvre d’un coup de pied.<br />'''Étymologie:''' [[πούς]], [[ῥήγνυμι]].
}}
}}