Anonymous

χρυσαυγής: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_7)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χρῡσαυγής''': -ές, γεν έος, ὁ λάμπων ὡς [[χρυσός]], [[κρόκος]] Σοφ. Ο. Κ. 685· [[δόμος]] Ἀριστοφ. Ὄρν. 1710· ― μεταφορ., [[φρόνησις]] Φίλων 1. 57· χρυσαυγὲς μειδιᾶν Ἰμέρ. σ. 598.
|lstext='''χρῡσαυγής''': -ές, γεν έος, ὁ λάμπων ὡς [[χρυσός]], [[κρόκος]] Σοφ. Ο. Κ. 685· [[δόμος]] Ἀριστοφ. Ὄρν. 1710· ― μεταφορ., [[φρόνησις]] Φίλων 1. 57· χρυσαυγὲς μειδιᾶν Ἰμέρ. σ. 598.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui a l’éclat de l’or.<br />'''Étymologie:''' [[χρυσός]], [[αὐγή]].
}}
}}