3,273,411
edits
(6_10) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τερπνός''': -ή, -όν, ([[τέρπω]]) εὐφρόσυνος, [[εὐχάριστος]], προξενῶν τέρψιν, [[εὐάρεστος]], χαροποιὸς (παρ’ Ὁμ. μόνον ὡς διάφορ. γραφὴ ἐν Ὀδ. Θ. 45 ἀντὶ τοῦ τέρπειν), Θέογν. 1013, Μίμνερμ. 5. 3, Πίνδ., Αἰσχύλ., κλπ.· τερπνὰ παθὼν Τυρταῖ. 9. 38· [[ὡσαύτως]], ἐν τῷ Ἀττικῷ πεζῷ λόγῳ, πρὸς τὸ τερπνὸν Θουκ. 2. 53, πρβλ. Πλάτ. Κρατ. 419C, D· τὰ τερπνά, αἱ τέρψεις, αἱ ἡδοναί, Ἰσοκρ. 6C, Ξεν. Ἀπομν. 2. 2, 23. 2) σπανίως ἐπὶ προσώπων, αὑτῷ δὲ τερπνὸς Σοφ. Αἴ. 967. ΙΙ. ὁμαλὸν συγκρ. καὶ ὑπερθετ. τερπνότερος, -ότατος, Θέογν. 1062. 256· ἀνώμαλ., τέρπνιστος, Καλλ. Ἀποσπ. 256. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. τερπνῶς, Θέογν. 910, Σοφ. Ἀποσπ. 517. 5. | |lstext='''τερπνός''': -ή, -όν, ([[τέρπω]]) εὐφρόσυνος, [[εὐχάριστος]], προξενῶν τέρψιν, [[εὐάρεστος]], χαροποιὸς (παρ’ Ὁμ. μόνον ὡς διάφορ. γραφὴ ἐν Ὀδ. Θ. 45 ἀντὶ τοῦ τέρπειν), Θέογν. 1013, Μίμνερμ. 5. 3, Πίνδ., Αἰσχύλ., κλπ.· τερπνὰ παθὼν Τυρταῖ. 9. 38· [[ὡσαύτως]], ἐν τῷ Ἀττικῷ πεζῷ λόγῳ, πρὸς τὸ τερπνὸν Θουκ. 2. 53, πρβλ. Πλάτ. Κρατ. 419C, D· τὰ τερπνά, αἱ τέρψεις, αἱ ἡδοναί, Ἰσοκρ. 6C, Ξεν. Ἀπομν. 2. 2, 23. 2) σπανίως ἐπὶ προσώπων, αὑτῷ δὲ τερπνὸς Σοφ. Αἴ. 967. ΙΙ. ὁμαλὸν συγκρ. καὶ ὑπερθετ. τερπνότερος, -ότατος, Θέογν. 1062. 256· ἀνώμαλ., τέρπνιστος, Καλλ. Ἀποσπ. 256. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. τερπνῶς, Θέογν. 910, Σοφ. Ἀποσπ. 517. 5. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή <i>ou</i> ός, όν :<br /><b>1</b> réjouissant, agréable, charmant ; τὸ τερπνόν le charme, le plaisir ; τὰ τερπνά les plaisirs;<br /><b>2</b> gai, joyeux : [[αὑτῷ]] [[τερπνός]] SOPH <i>litt.</i> qui se plaît à lui-même, <i>càd</i> plein de joie.<br />'''Étymologie:''' [[τέρπω]]. | |||
}} | }} |