Anonymous

τεκτοσύνη: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_9)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τεκτοσύνη''': ἡ, [[τέχνη]] τοῦ τέκτονος, τεκτονική, ξυλουργική, ἀνὴρ εὖ εἰδὼς τεκτοσυνάων Ὀδ. Ε. 250· ἄτιμον χεῖρα τεκτοσύνας, χεῖρα μὴ τιμηθεῖσαν ἐν τῇ τέχνῃ της, Εὐριπ. Ἀνδρ. 1015· μεταφ., τ. ἐπέων Ἀνθ. Π. 7. 159.
|lstext='''τεκτοσύνη''': ἡ, [[τέχνη]] τοῦ τέκτονος, τεκτονική, ξυλουργική, ἀνὴρ εὖ εἰδὼς τεκτοσυνάων Ὀδ. Ε. 250· ἄτιμον χεῖρα τεκτοσύνας, χεῖρα μὴ τιμηθεῖσαν ἐν τῇ τέχνῃ της, Εὐριπ. Ἀνδρ. 1015· μεταφ., τ. ἐπέων Ἀνθ. Π. 7. 159.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br /><i>gén. pl. épq.</i> τεκτοσυνάων;<br />ouvrage de charpente <i>ou</i> d’architecture, art de construire.<br />'''Étymologie:''' [[τέκτων]].
}}
}}