Anonymous

φιλόδικος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_17)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φῐλόδῐκος''': -ον, ὁ ἀγαπῶν τὰς δίκας, τὰ ἐν τοῖς δικαστηρίοις γινόμενα, [[φιλοπράγμων]], Λυσί. 116, 22, Δημ. 1287, 17, Ἀριστ. Ρητ. 2. 23, 23.
|lstext='''φῐλόδῐκος''': -ον, ὁ ἀγαπῶν τὰς δίκας, τὰ ἐν τοῖς δικαστηρίοις γινόμενα, [[φιλοπράγμων]], Λυσί. 116, 22, Δημ. 1287, 17, Ἀριστ. Ρητ. 2. 23, 23.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui aime les procès, la chicane.<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[δίκη]].
}}
}}