Anonymous

ὑπέρδασυς: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_22)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπέρδᾰσυς''': υ, [[λίαν]] [[δασύς]], [[λάσιος]], «μαλλιαρός», ἄνδρα ὑπέρδασύν τε καὶ ὑπέραισχρον Ξεν. Κύρ. 2. 2, 28. ΙΙ. ἔχων πυκνότατα φύλλα, κιττὸν ἄγριον τοῖς φυτοῖς ἐφέρποντα καὶ ὑπέρδασυν Αἰλ. π. Ζῴων 7. 6.
|lstext='''ὑπέρδᾰσυς''': υ, [[λίαν]] [[δασύς]], [[λάσιος]], «μαλλιαρός», ἄνδρα ὑπέρδασύν τε καὶ ὑπέραισχρον Ξεν. Κύρ. 2. 2, 28. ΙΙ. ἔχων πυκνότατα φύλλα, κιττὸν ἄγριον τοῖς φυτοῖς ἐφέρποντα καὶ ὑπέρδασυν Αἰλ. π. Ζῴων 7. 6.
}}
{{bailly
|btext=εια, υ;<br />extrêmement épais <i>ou</i> touffu ; <i>en parl. d’un homme</i> qui a les cheveux et la barbe incultes, d’aspect sauvage.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[δασύς]].
}}
}}