Anonymous

στεγνός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_11)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''στεγνός''': -ή, -όν, κατὰ συγκοπὴν ἐκ τοῦ [[στεγανός]], [[ἀδιάβροχος]], ἀδιαπέραστος ὑπὸ ὑγροῦ , [[πῖλος]] Ἡρόδ. 4. 23· οἰκήματα στεγ. πρὸς [[ὕδωρ]] καὶ πρὸς χιόα Ἱππ. π. Ἀερ. 291, πρβλ. Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 19, 3· στέγν' ἔχω οἰκήματα, ἐπὶ σπηλαίου, Εὐρ. Κύκλ. 324. 2) ὠς οὐσιαστ., στεγνόν, τό, κεκαλυμμένον, ἐστεγασμένον [[οἴκημα]], Ξεν. Οἰκ. 7. 19, πρβλ. 9, 3, Ἀν. 7. 4, 12, Διόδ. 18. 25, κτλ.· ἐν στεγνῷ ποιεῖσθαι τὰς νεοττιάς, ὑπὸ στέγην ἢ σκέπην, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 30, 2· ἐν τῷ στ. φυλάττειν ὁ αὐτ. π. Θαυμασ. 138. ΙΙ. συγκεκλεισμένος, [[στεγνός]], δυκοίλιος, Ἱππ. 604. 21, Διοσκ. 5. 17· τὰ στ. [[πάθη]] ὁ αὐτ. 1. 3. ΙΙΙ. στεγνὰ πτερά, πτέρυγες ἀποτελούμεναι ἐκ μεμβράνης ὡς τὰ τῆς νυκτερίδος, Νικ. Θηρ. 762· πρβλ. [[στεγανόπους]] ΙΙ.
|lstext='''στεγνός''': -ή, -όν, κατὰ συγκοπὴν ἐκ τοῦ [[στεγανός]], [[ἀδιάβροχος]], ἀδιαπέραστος ὑπὸ ὑγροῦ , [[πῖλος]] Ἡρόδ. 4. 23· οἰκήματα στεγ. πρὸς [[ὕδωρ]] καὶ πρὸς χιόα Ἱππ. π. Ἀερ. 291, πρβλ. Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 19, 3· στέγν' ἔχω οἰκήματα, ἐπὶ σπηλαίου, Εὐρ. Κύκλ. 324. 2) ὠς οὐσιαστ., στεγνόν, τό, κεκαλυμμένον, ἐστεγασμένον [[οἴκημα]], Ξεν. Οἰκ. 7. 19, πρβλ. 9, 3, Ἀν. 7. 4, 12, Διόδ. 18. 25, κτλ.· ἐν στεγνῷ ποιεῖσθαι τὰς νεοττιάς, ὑπὸ στέγην ἢ σκέπην, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 30, 2· ἐν τῷ στ. φυλάττειν ὁ αὐτ. π. Θαυμασ. 138. ΙΙ. συγκεκλεισμένος, [[στεγνός]], δυκοίλιος, Ἱππ. 604. 21, Διοσκ. 5. 17· τὰ στ. [[πάθη]] ὁ αὐτ. 1. 3. ΙΙΙ. στεγνὰ πτερά, πτέρυγες ἀποτελούμεναι ἐκ μεμβράνης ὡς τὰ τῆς νυκτερίδος, Νικ. Θηρ. 762· πρβλ. [[στεγανόπους]] ΙΙ.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui couvre;<br /><b>2</b> couvert, abrité ; τὸ στεγνόν abri, cabane, hutte.<br />'''Étymologie:''' [[στέγω]].
}}
}}