Anonymous

συμπαρορμάω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_20)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συμπαρορμάω''': παρορμῶ, παρακινῶ [[ὁμοῦ]] ἢ μετά τινος, Πλουτ. Κικ. 3 [[πρός]] τι Ἀριστ. Ἠθικ. Μεγ. 2. 10, 3.
|lstext='''συμπαρορμάω''': παρορμῶ, παρακινῶ [[ὁμοῦ]] ἢ μετά τινος, Πλουτ. Κικ. 3 [[πρός]] τι Ἀριστ. Ἠθικ. Μεγ. 2. 10, 3.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />exciter ensemble <i>ou</i> en même temps.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[παρορμάω]].
}}
}}