Anonymous

χειρονομέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_23)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χειρονομέω''': κινῶ τὰς χεῖρας παντομιμικῶς, [[κάμνω]] χειρονομίας, Ξεν. Συμπ. 2. 19, πρβλ. Δίωνα Κάσσ. 36. 13· τοῖς σκέλεσι χειρονομεῖν, ἐπὶ ἀνθρώπου ἱσταμένου ἐπὶ τῆς [[ἑαυτοῦ]] κεφαλῆς καὶ κινοῦντος τὰ σκέλη εἰς τὸν ἀέρα, Ἡρόδ. 6. 129, πρβλ. Πλούτ. 2. 867Β, [[Πολυδ]]. Β΄, 152. ΙΙ. ἐπὶ πυγμάχου, κινῶ τὰς χεῖρας κατὰ διαφόρους τρόπους, ὡς τὸ [[σκιαμαχέω]], Πλάτ. Νόμ. 830C, Πλούτ. 2. 747Β, Ἀθήν. 416Α.
|lstext='''χειρονομέω''': κινῶ τὰς χεῖρας παντομιμικῶς, [[κάμνω]] χειρονομίας, Ξεν. Συμπ. 2. 19, πρβλ. Δίωνα Κάσσ. 36. 13· τοῖς σκέλεσι χειρονομεῖν, ἐπὶ ἀνθρώπου ἱσταμένου ἐπὶ τῆς [[ἑαυτοῦ]] κεφαλῆς καὶ κινοῦντος τὰ σκέλη εἰς τὸν ἀέρα, Ἡρόδ. 6. 129, πρβλ. Πλούτ. 2. 867Β, [[Πολυδ]]. Β΄, 152. ΙΙ. ἐπὶ πυγμάχου, κινῶ τὰς χεῖρας κατὰ διαφόρους τρόπους, ὡς τὸ [[σκιαμαχέω]], Πλάτ. Νόμ. 830C, Πλούτ. 2. 747Β, Ἀθήν. 416Α.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />mouvoir les mains <i>ou</i> les bras en cadence, <i>particul.</i> :<br /><b>1</b> <i>t. de danse</i> gesticuler en cadence avec les mains <i>ou</i> les bras ; <i>p. ext.</i> avec les jambes;<br /><b>2</b> <i>t. de pugilat</i> manœuvrer de manière à fatiguer son adversaire en se bornant à parer les coups.<br />'''Étymologie:''' [[χείρ]], [[νέμω]].
}}
}}