3,274,216
edits
(6_3) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τηλίκος''': [ῐ], -η, -ον, [[τόσος]] τὴν ἡλικίαν, τόσον [[νέος]] ἢ τόσον ἡλικιωμένος, συσχετικὸν τῷ [[ἡλίκος]] καὶ τῷ ἐρωτ. [[πηλίκος]], Ὀδ. Α. 297, καὶ μεταγεν. Ἐπικ, (τὰ δὲ [[τηλικόσδε]], τηλικοῦτος ἦσαν ἐν χρήσει παρὰ τοῖς Ἀττ.) [[ὡσαύτως]] μετ’ ἄλλων ἀναφορικῶν, μνῆσαι πατρὸς [[σοῖο]], ..., τηλίκου [[ὥσπερ]] [[ἐγών]], ὀλοῷ ἐπὶ γήραος οὐδῷ Ἰλ. Ω. 487· ἤδη μὲν γάρ τοι [[παῖς]] [[τηλίκος]], ὃν σὺ [[μάλιστα]] ἠρῶ ἀθανάτοισι γενειήσαντα ἰδέσθαι Ὀδ. Σ. 175· - μετ’ ἀπαρ., οὐ γὰρ ἐπὶ σταθμοῖσι μένειν ἔτι [[τηλίκος]] εἰμί, δὲν εἶμαι τόσον [[νέος]], [[ὥστε]] νὰ [[μένω]] [[οἴκοι]], Ρ. 200, πρβλ. Α. 297., Τ. 88· οὐ γὰρ τ. [[εἰμὶ]] μαθεῖν Θέογν. 578. ΙΙ. τόσον [[μέγας]], Λατ. tantus, [[φρύαγμα]] τὸ τηλίκον Ἀνθ. Π. 10, 64. - Ὁ Ἡσύχ. ἔχει ὑπερθετ. -ώτατος, πρεσβύτατος. | |lstext='''τηλίκος''': [ῐ], -η, -ον, [[τόσος]] τὴν ἡλικίαν, τόσον [[νέος]] ἢ τόσον ἡλικιωμένος, συσχετικὸν τῷ [[ἡλίκος]] καὶ τῷ ἐρωτ. [[πηλίκος]], Ὀδ. Α. 297, καὶ μεταγεν. Ἐπικ, (τὰ δὲ [[τηλικόσδε]], τηλικοῦτος ἦσαν ἐν χρήσει παρὰ τοῖς Ἀττ.) [[ὡσαύτως]] μετ’ ἄλλων ἀναφορικῶν, μνῆσαι πατρὸς [[σοῖο]], ..., τηλίκου [[ὥσπερ]] [[ἐγών]], ὀλοῷ ἐπὶ γήραος οὐδῷ Ἰλ. Ω. 487· ἤδη μὲν γάρ τοι [[παῖς]] [[τηλίκος]], ὃν σὺ [[μάλιστα]] ἠρῶ ἀθανάτοισι γενειήσαντα ἰδέσθαι Ὀδ. Σ. 175· - μετ’ ἀπαρ., οὐ γὰρ ἐπὶ σταθμοῖσι μένειν ἔτι [[τηλίκος]] εἰμί, δὲν εἶμαι τόσον [[νέος]], [[ὥστε]] νὰ [[μένω]] [[οἴκοι]], Ρ. 200, πρβλ. Α. 297., Τ. 88· οὐ γὰρ τ. [[εἰμὶ]] μαθεῖν Θέογν. 578. ΙΙ. τόσον [[μέγας]], Λατ. tantus, [[φρύαγμα]] τὸ τηλίκον Ἀνθ. Π. 10, 64. - Ὁ Ἡσύχ. ἔχει ὑπερθετ. -ώτατος, πρεσβύτατος. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=η, ον :<br />de cet âge :<br /><b>1</b> aussi âgé;<br /><b>2</b> aussi jeune.<br />'''Étymologie:''' *τηλός, -ικος. | |||
}} | }} |