Anonymous

πολύδοξος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_17)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολύδοξος''': -ον, ὁ ἔχων ποικίλας δοξασίας, γνώμας, Στοβ. Ἐκλογ. 2. 82· διδαχαὶ π. Ἀνθ. Π. παράρτ. 217. ΙΙ. [[λίαν]] πεφημισμένος, [[περίφημος]], [[πολυδόξαστος]], Τίμων παρὰ Διογ. Λ. 9. 23.
|lstext='''πολύδοξος''': -ον, ὁ ἔχων ποικίλας δοξασίας, γνώμας, Στοβ. Ἐκλογ. 2. 82· διδαχαὶ π. Ἀνθ. Π. παράρτ. 217. ΙΙ. [[λίαν]] πεφημισμένος, [[περίφημος]], [[πολυδόξαστος]], Τίμων παρὰ Διογ. Λ. 9. 23.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> aux pensées <i>ou</i> aux opinions variées;<br /><b>2</b> très illustre.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[δόξα]].
}}
}}