Anonymous

ποινή: Difference between revisions

From LSJ
1,401 bytes added ,  9 August 2017
Bailly1_4
(6_9)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ποινή''': ἡ, (ἴδε ἐν τέλ.) [[κυρίως]], χρηματικὴ ἱκανοποίησις χυθέντος αἵματος, τὸ [[πρόστιμον]] τὸ πληρωνόμενον ὑπὸ τοῦ φονέως εἰς τοὺς συγγενεῖς τοῦ φονευθέντος, [[ὅπερ]] ἀπήλλαττεν αὐτὸν παντὸς διωγμοῦ, (πρβλ. τὸ [[ἀρχαῖον]] Ἀγγλ. were-gild) τὴν αὐτὴν ἔχον σημασ.)˙ [[μετὰ]] γεν. προσ., δῶχ’ υἷος ποινήν, ἔδωκεν ἀντέκτισιν, δωρεάν, Ἰλ. Ε. 266˙ ἵνα μή τι κασιγνητοιό γε π. δηρὸν ἄτιτος ἔῃ Ξ. 483˙ ποινὴ δ’ [[οὔτις]] παιδὸς ἐγίγνετο τεθνηῶτος Ν. 659, πρβλ. Ι. 633˙ ἐνείκεον [[εἵνεκα]] ποινῆς ἀνδρὸς ἀποφθιμένου Σ. 498˙ ― [[καθόλου]] χρήματα πρὸς ἱκανοποίησιν διδόμενα, ἱκανοποίησις, [[ἀνταπόδοσις]], [[τιμωρία]], Λατ. poena, [[Κύκλωψ]] ἀπετίσατο ποινὴν ἰφθίμων ἑτάρων Ὀδ. Ψ. 312˙ [[δυώδεκα]] λέξατο κούρους, ποινὴν Πατρόκλοιο Ἰλ. Φ. 28˙ πολέων δ’ ἀπετίνυτο ποινήν Π. 398, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 747, 753˙ τῶν ποινήν, ὡς ἀνταπόδοσιν διὰ [[ταῦτα]], Ἰλ. Ρ. 207˙ ― οὕτω καὶ ἀνελέσθαι ποινὴν τῆς Αἰσώπου ψυχῆς, λαβεῖν ἐκδίκησιν διὰ τὴν ψυχὴν τοῦ Αἰσώπου, Ἡρόδ. 7. 134˙ ποινὴν τῖσαι Ξέρξῃ τῶν κηρύκων ἀπολομένων, νὰ δώσωσιν εἰς τὸν Ξέρξην ἰκανοποίησιν διὰ τὸν θάνατον τῶν κηρύκων του, ὁ αὐτ. 7. 134, πρβλ. Αἰσχύλ. Εὐμ. 543, Σοφ. Ἠλ. 564, Ἀντιφῶν 120. 25˙ ποινῆς [[εἵνεκα]], ὡς τιμωρίαν, [[χάριν]] τιμωρίας, Συλλ. Ἐπιγρ. 3797d˙ ― ἀλλὰ παρ’ Ἀττ. ὁ πληθ. [[εἶναι]] συνηθέστερος, Αἰσχύλ. Πρ. 268, Εὐμ. 464, κτλ.˙ ποινὰς τίνειν, τῖσαι, δοῦναι, δοῦναι δίκην, Πινδ. Ο, 2. 106, Αἰσχύλ. Πρ. 112, Εὐρ. Ι. Τ. 446, Ξεν. Κύρ. 6. 1, 11˙ λαμβάνειν, δίκην λαμβάνειν, Εὐρ. Τρῳ. 360˙ πρβλ. [[ἄποινα]]. ― Σπάνιον παρὰ τοῖς πεζογράφοις ἀνθ’ οὗ ἡ [[συνήθης]] [[λέξις]] [[εἶναι]] [[δίκη]]. 2) ἐπὶ καλῆς σημασίας, ἀμοιβὴ διά τι [[πρᾶγμα]], τινος Πινδ. Π. 1. 113, Ν. 1˙ 108 εὐχὰς ἀγαθὰς ἀγαθῶν ποινὰς Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 626˙ ποινὴν εὐσεβίης Συλλ. Ἐπιγρ. 6281. 3) ὡς [[ἀποτέλεσμα]] τῶν λύτρων, [[ἀπολύτρωσις]], [[ἄφεσις]], Πινδ. Π. 4. 112. ΙΙ. προσωποποιεῖται ὡς [[θεότης]] τῆς ἐκδικήσεως κατέχουσα τὴν αὐτὴν τάξιν [[μετὰ]] τῆς Δίκης καὶ Ἐρινύος˙ μᾶτερ, ἅ μ’ ἔτικτες... ἀλαοῖσι καὶ δεδορκόσι ποινὰν Αἰσχύλ. Εὐμ. 323, πρβλ. Εὐρ. Ι. Τ. 199, Αἰσχίν. 27. 7˙ ἐν τῷ πληθ., Πολύβ. 24. 8, 3, κτλ. (Πρβλ. ἄποινα Λατ. p ena, penitet, punio˙ ― ὁ Pott ἀναφέρει τὴν λέξιν εἰς τὴν √pû (purum facere), [[ὅθεν]] pă-tare (καθαρίζειν ἐντελῶς Varro καὶ Cato), am-pu-tare ([[ἀποκόπτω]] τὰ περιττὰ ἢ ἐπιβλαβῆ, [[κλαδεύω]]), pū-rus˙ ἴδε Κούρτ. ἀρ. 373. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[ποινή]]˙ [[ἀντέκτισις]] ἡ [[ὑπὲρ]] φόνου διδομένη, καὶ ἡ [[δωρεά]], καὶ τὰ διδόμενα χρήματα ὑπέρ τινος ἀνῃρημένου τοῖς [[αὐτοῦ]] οἰκείοις».
|lstext='''ποινή''': ἡ, (ἴδε ἐν τέλ.) [[κυρίως]], χρηματικὴ ἱκανοποίησις χυθέντος αἵματος, τὸ [[πρόστιμον]] τὸ πληρωνόμενον ὑπὸ τοῦ φονέως εἰς τοὺς συγγενεῖς τοῦ φονευθέντος, [[ὅπερ]] ἀπήλλαττεν αὐτὸν παντὸς διωγμοῦ, (πρβλ. τὸ [[ἀρχαῖον]] Ἀγγλ. were-gild) τὴν αὐτὴν ἔχον σημασ.)˙ [[μετὰ]] γεν. προσ., δῶχ’ υἷος ποινήν, ἔδωκεν ἀντέκτισιν, δωρεάν, Ἰλ. Ε. 266˙ ἵνα μή τι κασιγνητοιό γε π. δηρὸν ἄτιτος ἔῃ Ξ. 483˙ ποινὴ δ’ [[οὔτις]] παιδὸς ἐγίγνετο τεθνηῶτος Ν. 659, πρβλ. Ι. 633˙ ἐνείκεον [[εἵνεκα]] ποινῆς ἀνδρὸς ἀποφθιμένου Σ. 498˙ ― [[καθόλου]] χρήματα πρὸς ἱκανοποίησιν διδόμενα, ἱκανοποίησις, [[ἀνταπόδοσις]], [[τιμωρία]], Λατ. poena, [[Κύκλωψ]] ἀπετίσατο ποινὴν ἰφθίμων ἑτάρων Ὀδ. Ψ. 312˙ [[δυώδεκα]] λέξατο κούρους, ποινὴν Πατρόκλοιο Ἰλ. Φ. 28˙ πολέων δ’ ἀπετίνυτο ποινήν Π. 398, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 747, 753˙ τῶν ποινήν, ὡς ἀνταπόδοσιν διὰ [[ταῦτα]], Ἰλ. Ρ. 207˙ ― οὕτω καὶ ἀνελέσθαι ποινὴν τῆς Αἰσώπου ψυχῆς, λαβεῖν ἐκδίκησιν διὰ τὴν ψυχὴν τοῦ Αἰσώπου, Ἡρόδ. 7. 134˙ ποινὴν τῖσαι Ξέρξῃ τῶν κηρύκων ἀπολομένων, νὰ δώσωσιν εἰς τὸν Ξέρξην ἰκανοποίησιν διὰ τὸν θάνατον τῶν κηρύκων του, ὁ αὐτ. 7. 134, πρβλ. Αἰσχύλ. Εὐμ. 543, Σοφ. Ἠλ. 564, Ἀντιφῶν 120. 25˙ ποινῆς [[εἵνεκα]], ὡς τιμωρίαν, [[χάριν]] τιμωρίας, Συλλ. Ἐπιγρ. 3797d˙ ― ἀλλὰ παρ’ Ἀττ. ὁ πληθ. [[εἶναι]] συνηθέστερος, Αἰσχύλ. Πρ. 268, Εὐμ. 464, κτλ.˙ ποινὰς τίνειν, τῖσαι, δοῦναι, δοῦναι δίκην, Πινδ. Ο, 2. 106, Αἰσχύλ. Πρ. 112, Εὐρ. Ι. Τ. 446, Ξεν. Κύρ. 6. 1, 11˙ λαμβάνειν, δίκην λαμβάνειν, Εὐρ. Τρῳ. 360˙ πρβλ. [[ἄποινα]]. ― Σπάνιον παρὰ τοῖς πεζογράφοις ἀνθ’ οὗ ἡ [[συνήθης]] [[λέξις]] [[εἶναι]] [[δίκη]]. 2) ἐπὶ καλῆς σημασίας, ἀμοιβὴ διά τι [[πρᾶγμα]], τινος Πινδ. Π. 1. 113, Ν. 1˙ 108 εὐχὰς ἀγαθὰς ἀγαθῶν ποινὰς Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 626˙ ποινὴν εὐσεβίης Συλλ. Ἐπιγρ. 6281. 3) ὡς [[ἀποτέλεσμα]] τῶν λύτρων, [[ἀπολύτρωσις]], [[ἄφεσις]], Πινδ. Π. 4. 112. ΙΙ. προσωποποιεῖται ὡς [[θεότης]] τῆς ἐκδικήσεως κατέχουσα τὴν αὐτὴν τάξιν [[μετὰ]] τῆς Δίκης καὶ Ἐρινύος˙ μᾶτερ, ἅ μ’ ἔτικτες... ἀλαοῖσι καὶ δεδορκόσι ποινὰν Αἰσχύλ. Εὐμ. 323, πρβλ. Εὐρ. Ι. Τ. 199, Αἰσχίν. 27. 7˙ ἐν τῷ πληθ., Πολύβ. 24. 8, 3, κτλ. (Πρβλ. ἄποινα Λατ. p ena, penitet, punio˙ ― ὁ Pott ἀναφέρει τὴν λέξιν εἰς τὴν √pû (purum facere), [[ὅθεν]] pă-tare (καθαρίζειν ἐντελῶς Varro καὶ Cato), am-pu-tare ([[ἀποκόπτω]] τὰ περιττὰ ἢ ἐπιβλαβῆ, [[κλαδεύω]]), pū-rus˙ ἴδε Κούρτ. ἀρ. 373. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[ποινή]]˙ [[ἀντέκτισις]] ἡ [[ὑπὲρ]] φόνου διδομένη, καὶ ἡ [[δωρεά]], καὶ τὰ διδόμενα χρήματα ὑπέρ τινος ἀνῃρημένου τοῖς [[αὐτοῦ]] οἰκείοις».
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>I.</b> <i>propr.</i> expiation d’un meurtre, <i>d’où</i><br /><b>1</b> argent qu’on paie aux parents de la victime, prix du sang, rançon : [[εἵνεκα]] ποινῆς ἀνδρὸς ἀποφθιμένοιο IL à cause du prix du sang <i>ou</i> de l’expiation pour l’homme tué ; [[δυώδεκα]] λέξατο κούρους, ποινὴν Πατρόκλοιο IL il choisit douze jeunes garçons en expiation du meurtre de Patrocle ; [[πολέων]] ἀπετίνυτο ποινήν IL il vengea le meurtre de beaucoup;<br /><b>2</b> expiation <i>en gén.</i>, satisfaction, réparation ; châtiment : ἀπετίσατο ποινὴν ἑτάρων OD il lui fit payer l’expiation, <i>càd</i> il le châtia pour le meurtre de ses compagnons ; ἀνελέσθαι ποινὴν τῆς Αἰσώπου ψυχῆς HDT se faire donner satisfaction pour la vie ravie à Ésope, <i>càd</i> venger la mort d’Ésope ; <i>au pl.</i> ποινὰς [[δοῦναι]] EUR payer, fournir une expiation, être puni ; ἡ Ποινή, [[αἱ]] Ποιναί, le Châtiment personnifié, <i>càd</i> la déesse de la vengeance <i>ou</i> du châtiment;<br /><b>II.</b> <i>en b. part</i> compensation, dédommagement, récompense.<br />'''Étymologie:''' R. Που, purifier ; cf. [[ἄποινα]], <i>lat.</i> poena, punio ; cf. purus.
}}
}}