Anonymous

πολύθροος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_19)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολύθροος''': -ον, συνῃρ. -θρους, ουν, ὁ [[μετὰ]] πολλοῦ θορύβου, [[θορυβώδης]], Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 820· κυκλίων [[στίχος]] Ἀνθ. Π. παράρτ. 109.
|lstext='''πολύθροος''': -ον, συνῃρ. -θρους, ουν, ὁ [[μετὰ]] πολλοῦ θορύβου, [[θορυβώδης]], Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 820· κυκλίων [[στίχος]] Ἀνθ. Π. παράρτ. 109.
}}
{{bailly
|btext=οος, οον;<br />très bruyant, très sonore.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[θρόος]].
}}
}}