Anonymous

πειρατεύω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_1)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πειρᾱτεύω''': (πειρατὴς) εἶμαι [[πειρατής]], Στράβ. 664. ΙΙ. Παθ., προσβάλλομαι, λῃστεύομαι ὑπὸ πειρατῶν, Δοῦρις παρὰ τῷ Σχολ. Εὐρ. (Ἑκάβ. 933). - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 130.
|lstext='''πειρᾱτεύω''': (πειρατὴς) εἶμαι [[πειρατής]], Στράβ. 664. ΙΙ. Παθ., προσβάλλομαι, λῃστεύομαι ὑπὸ πειρατῶν, Δοῦρις παρὰ τῷ Σχολ. Εὐρ. (Ἑκάβ. 933). - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 130.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> faire le métier de brigand <i>ou</i> de pirate;<br /><b>2</b> <i>Pass.</i> être attaqué par des pirates.<br />'''Étymologie:''' [[πειρατής]].
}}
}}