πλόκανον: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_21)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πλόκᾰνον''': τό, ([[πλέκω]]) ― [[πλέγμα]], [[ἔργον]] πλεκτικῆς, [[οἷον]] οἱ κάλαθοι, κτλ., Πλάτ. Τίμ. 78C, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 10, 4, Διόδ. 3. 37. 2) λικμηστήριον ἐκ πλέγματος, Λατ. vannus, Πλάτ. Τίμ. 52Ε, Κλήμ. Ἀλ. 566, [[Πολυδ]]. Αϳ, 225. 3) πεπλεγμένον [[σχοινίον]], Ξεν. Κυν. 9. 12, [[Πολυδ]]. Εϳ, 33· ― [[πλόχανον]] [[εἶναι]] διάφ. γρ. ἐν ἀμφοτέροις τοῖς χωρίοις τοῦ Πλάτ., μνημονεύεται δὲ καὶ ὑπὸ τοῦ Σουΐδ.· πλόκαμον, [[εἶναι]] ἡμαρτημένη γραφ. παρὰ Ξεν. καὶ Διοδ. ἔνθ’ ἀνωτ. ― Ἴδε Κόντου Διορθώσεις εἰς Γαληνὸν ἐν Ἀθηνᾶς τ. Εϳ, σ. 438.
|lstext='''πλόκᾰνον''': τό, ([[πλέκω]]) ― [[πλέγμα]], [[ἔργον]] πλεκτικῆς, [[οἷον]] οἱ κάλαθοι, κτλ., Πλάτ. Τίμ. 78C, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 10, 4, Διόδ. 3. 37. 2) λικμηστήριον ἐκ πλέγματος, Λατ. vannus, Πλάτ. Τίμ. 52Ε, Κλήμ. Ἀλ. 566, [[Πολυδ]]. Αϳ, 225. 3) πεπλεγμένον [[σχοινίον]], Ξεν. Κυν. 9. 12, [[Πολυδ]]. Εϳ, 33· ― [[πλόχανον]] [[εἶναι]] διάφ. γρ. ἐν ἀμφοτέροις τοῖς χωρίοις τοῦ Πλάτ., μνημονεύεται δὲ καὶ ὑπὸ τοῦ Σουΐδ.· πλόκαμον, [[εἶναι]] ἡμαρτημένη γραφ. παρὰ Ξεν. καὶ Διοδ. ἔνθ’ ἀνωτ. ― Ἴδε Κόντου Διορθώσεις εἰς Γαληνὸν ἐν Ἀθηνᾶς τ. Εϳ, σ. 438.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />ouvrage tressé en jonc <i>ou</i> en osier.<br />'''Étymologie:''' [[πλέκω]].
}}
}}