Anonymous

πολύκροτος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_16)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολύκροτος''': -ον, [[ὡσαύτως]] η, ον, (ἴδε κατωτ.): ― Ὁ ἰσχυρῶς ἢ καθαρῶς ἠχῶν, Ὕμν. Ὁμ. 18. 37· χελωνὶς [[Ποσειδώνιος]] παρ’ Ἀθην. 527F. ΙΙ. ὁ ἔχων πολλὰς κώπας, ἐπὶ πλοίου, Ἀνακρ. 90. 2 ([[ἔνθα]] εὕρηται τὸ θηλ. πολυκρότῃ)· πρβλ. [[δίκροτος]]. ΙΙΙ. [[πανοῦργος]], διάφ. γραφ. ἐν Ὀδ. Α. 1.
|lstext='''πολύκροτος''': -ον, [[ὡσαύτως]] η, ον, (ἴδε κατωτ.): ― Ὁ ἰσχυρῶς ἢ καθαρῶς ἠχῶν, Ὕμν. Ὁμ. 18. 37· χελωνὶς [[Ποσειδώνιος]] παρ’ Ἀθην. 527F. ΙΙ. ὁ ἔχων πολλὰς κώπας, ἐπὶ πλοίου, Ἀνακρ. 90. 2 ([[ἔνθα]] εὕρηται τὸ θηλ. πολυκρότῃ)· πρβλ. [[δίκροτος]]. ΙΙΙ. [[πανοῦργος]], διάφ. γραφ. ἐν Ὀδ. Α. 1.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> très sonore, retentissant;<br /><b>2</b> qui agite <i>ou</i> fait résonner (ses castagnettes) en secousses multipliées, à coups pressés.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[κροτέω]].
}}
}}