Anonymous

πολυσαρκία: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_11)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολῠσαρκία''': ἡ, τὸ οὐσ. τοῦ [[πολύσαρκος]], τὸ ἔχειν πολλὰς σάρκας, Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 22, Πλούτ. 2. 641Α.
|lstext='''πολῠσαρκία''': ἡ, τὸ οὐσ. τοῦ [[πολύσαρκος]], τὸ ἔχειν πολλὰς σάρκας, Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 22, Πλούτ. 2. 641Α.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />extrême embonpoint, corpulence.<br />'''Étymologie:''' [[πολύσαρκος]].
}}
}}