πολυσπαθής: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_7)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολυσπᾰθής''': -ές, ([[σπάθη]]) ὁ πολὺ [[σπαθητός]], ὁ πυκνῶς ὑφασμένος, πολυσπαθέων πέπλων Ἀνθ. Π. 6. 39.
|lstext='''πολυσπᾰθής''': -ές, ([[σπάθη]]) ὁ πολὺ [[σπαθητός]], ὁ πυκνῶς ὑφασμένος, πολυσπαθέων πέπλων Ἀνθ. Π. 6. 39.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />d’une trame très serrée.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[σπάθη]].
}}
}}