3,277,227
edits
(6_12) |
(Bailly1_4) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πλοκᾰμίς''': -ῖδος, ἡ, ποιητ. ἀντὶ [[πλόκαμος]], πλεξίδα μαλλίων, κατὰ τὸ πλεῖστον γυναικείας [[κόμης]], ἐν τῷ πληθ., Βίων 1. 20, Εὐφορίων 52, κατὰ τὸν Σχολ. «τοῦ φέροντος πλόκαμον, τοῦ ἔχοντος τὰς τρίχας πεπλεγμένας», περιληπτικῶς ἐν τῷ ἑνικῷ, «σγουρὰ μαλλ~ιά», [[κόμη]] οὔλη, τῶ τὰν πλοκαμῖδα φορεῦντος Θεόκρ. 13. 7. ― [[Κατὰ]] τὸν Φώτ. (σ. 434, 22): «[[πλοκαμίς]], ὁ [[οὖλος]] βόστρυχος... καὶ τῶν τριχῶν ἡ [[ἐμπλοκή]]». | |lstext='''πλοκᾰμίς''': -ῖδος, ἡ, ποιητ. ἀντὶ [[πλόκαμος]], πλεξίδα μαλλίων, κατὰ τὸ πλεῖστον γυναικείας [[κόμης]], ἐν τῷ πληθ., Βίων 1. 20, Εὐφορίων 52, κατὰ τὸν Σχολ. «τοῦ φέροντος πλόκαμον, τοῦ ἔχοντος τὰς τρίχας πεπλεγμένας», περιληπτικῶς ἐν τῷ ἑνικῷ, «σγουρὰ μαλλ~ιά», [[κόμη]] οὔλη, τῶ τὰν πλοκαμῖδα φορεῦντος Θεόκρ. 13. 7. ― [[Κατὰ]] τὸν Φώτ. (σ. 434, 22): «[[πλοκαμίς]], ὁ [[οὖλος]] βόστρυχος... καὶ τῶν τριχῶν ἡ [[ἐμπλοκή]]». | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῖδος (ἡ) :<br /><b>1</b> boucle de cheveux ; <i>au sg. coll.</i> chevelure bouclée;<br /><b>2</b> crinière d’animal.<br />'''Étymologie:''' [[πλόκαμος]]. | |||
}} | }} |