Anonymous

περιφρονέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_2)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''περιφρονέω''': [[σκέπτομαι]] [[περί]] τινος, περισκοπῶ, [[ἐξετάζω]] αὐτὸ [[πανταχόθεν]], περιφρονῶ τὸν ἥλιον, «[[περιεργάζομαι]] καὶ περισκοπῶ τὴν τοῦ ἡλίου πορείαν» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Νεφ. 225, 1503˙ τὰ πράγματα, [[αὐτόθι]] 734. ΙΙ. ὡς τὸ [[ὑπερφρονέω]], καταφρονῶ, μετ’ αἰτ., Θουκ. 1. 25, Διον. Ἁλ. 1. 71, κτλ.˙ [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] γεν., Πλάτ. Ἀξίοχ. 372Β, Πλουτ. Θησ. 1, κτλ. ΙΙΙ. ἀμετάβ., εἶμαι [[περίφρων]], [[συνετός]], [[σκεπτικός]], οὐ περιφρονοῦσα [[ἡλικία]] Πλάτ. Ἀξίοχ. 365Β.
|lstext='''περιφρονέω''': [[σκέπτομαι]] [[περί]] τινος, περισκοπῶ, [[ἐξετάζω]] αὐτὸ [[πανταχόθεν]], περιφρονῶ τὸν ἥλιον, «[[περιεργάζομαι]] καὶ περισκοπῶ τὴν τοῦ ἡλίου πορείαν» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Νεφ. 225, 1503˙ τὰ πράγματα, [[αὐτόθι]] 734. ΙΙ. ὡς τὸ [[ὑπερφρονέω]], καταφρονῶ, μετ’ αἰτ., Θουκ. 1. 25, Διον. Ἁλ. 1. 71, κτλ.˙ [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] γεν., Πλάτ. Ἀξίοχ. 372Β, Πλουτ. Θησ. 1, κτλ. ΙΙΙ. ἀμετάβ., εἶμαι [[περίφρων]], [[συνετός]], [[σκεπτικός]], οὐ περιφρονοῦσα [[ἡλικία]] Πλάτ. Ἀξίοχ. 365Β.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> méditer sur tous les points examiner à fond, acc.;<br /><b>2</b> regarder de côté, dédaigner, mépriser.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[φρονέω]].
}}
}}