Anonymous

πλειστόμβροτος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_18)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πλειστόμβροτος''': -ον, ὁ συχναζόμενος ἢ πανηγυριζόμενος ὑπὸ πλείστων ἀνθρώπων, ἑορτὴ Πινδ. Ο. 6. 116.
|lstext='''πλειστόμβροτος''': -ον, ὁ συχναζόμενος ἢ πανηγυριζόμενος ὑπὸ πλείστων ἀνθρώπων, ἑορτὴ Πινδ. Ο. 6. 116.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />fréquenté par beaucoup de mortels, très fréquenté.<br />'''Étymologie:''' [[πλεῖστος]], [[βροτός]].
}}
}}