Anonymous

πορνεία: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_11)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πορνεία''': ἡ, ὡς καὶ νῦν, Δημ. 403. 27, κλπ., Ἑβδ. (Γεν. ΛΗ΄, 24, κλπ.)· «[[πορνεία]] ἐστὶ καὶ λέγεται ἡ χωρὶς ἀδικίας ἑτέρου γινομένη τισὶ τῆς ἐπιθυμίας [[ἐκπλήρωσις]]» Γρηγ. Νύσσ. Ἐπιστ. τ. 2. σ. 118, κλπ. 2) ἡ [[μετὰ]] τῶν εἰδωλολατρῶν [[ἐπιμιξία]], εἰδωλολατρία, Ἑβδ. (Ἀριθμ. ΙΔ΄, 33 κλπ.).
|lstext='''πορνεία''': ἡ, ὡς καὶ νῦν, Δημ. 403. 27, κλπ., Ἑβδ. (Γεν. ΛΗ΄, 24, κλπ.)· «[[πορνεία]] ἐστὶ καὶ λέγεται ἡ χωρὶς ἀδικίας ἑτέρου γινομένη τισὶ τῆς ἐπιθυμίας [[ἐκπλήρωσις]]» Γρηγ. Νύσσ. Ἐπιστ. τ. 2. σ. 118, κλπ. 2) ἡ [[μετὰ]] τῶν εἰδωλολατρῶν [[ἐπιμιξία]], εἰδωλολατρία, Ἑβδ. (Ἀριθμ. ΙΔ΄, 33 κλπ.).
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />prostitution.<br />'''Étymologie:''' [[πορνεύω]].
}}
}}