Anonymous

ποτής: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_12)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ποτής''': ῆτος, ἡ, ([[πότος]], [[πίνω]]) τὸ πίνειν, [[πόσις]], Ὅμ., ἀείποτε ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰς λ. [[ἐδητύς]], [[βρωτύς]], [[βρῶσις]], [[βρώμη]], [[σῖτος]], Ἰλ. Λ. 780, Τ. 306, Ὀδ. Κ. 379, κτλ.· Δωρ. γεν. ποτᾶτος, Φιλόξ. παρ’ Ἀθην. 147Α.
|lstext='''ποτής''': ῆτος, ἡ, ([[πότος]], [[πίνω]]) τὸ πίνειν, [[πόσις]], Ὅμ., ἀείποτε ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰς λ. [[ἐδητύς]], [[βρωτύς]], [[βρῶσις]], [[βρώμη]], [[σῖτος]], Ἰλ. Λ. 780, Τ. 306, Ὀδ. Κ. 379, κτλ.· Δωρ. γεν. ποτᾶτος, Φιλόξ. παρ’ Ἀθην. 147Α.
}}
{{bailly
|btext=ῆτος (ἡ) :<br />action de boire, boisson.<br />'''Étymologie:''' R. Πο, boire ; v. [[πίνω]].
}}
}}