Anonymous

πολυσχήμων: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_17)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολυσχήμων''': -ον, ὁ ἐκ πολλῶν σχημάτων ἀποτελούμενος, [[ποικίλος]] τὸ [[σχῆμα]], τὴν μορφήν, Στράβ. 121, [[Πολυδ]]. Ϛ΄, 171. Ἐπίρρ. -[[μόνως]], [[Πολυδ]]. Δ΄, 98.
|lstext='''πολυσχήμων''': -ον, ὁ ἐκ πολλῶν σχημάτων ἀποτελούμενος, [[ποικίλος]] τὸ [[σχῆμα]], τὴν μορφήν, Στράβ. 121, [[Πολυδ]]. Ϛ΄, 171. Ἐπίρρ. -[[μόνως]], [[Πολυδ]]. Δ΄, 98.
}}
{{bailly
|btext=ονος (ὁ, ἡ)<br />qui se présente sous plusieurs aspects.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[σχῆμα]].
}}
}}