Anonymous

ποσάπους: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_20)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ποσάπους''': ποδος, ὁ, ἡ, πόσων ποδῶν; τόδε οὖν ποσάπουν γίγνεται; ὀκτάπουν Πλάτ. Μένων 85Β.
|lstext='''ποσάπους''': ποδος, ὁ, ἡ, πόσων ποδῶν; τόδε οὖν ποσάπουν γίγνεται; ὀκτάπουν Πλάτ. Μένων 85Β.
}}
{{bailly
|btext=ους, ουν ; <i>gén.</i> άποδος<br />de combien de pieds ?<br />'''Étymologie:''' [[πόσος]], [[πούς]].
}}
}}