Anonymous

πολύκερως: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_23)
(Bailly1_4)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολύκερως''': -ωτος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων πολλὰ κέρατα, π. [[φόνος]] ὁ [[φόνος]] πολλῶν κερασφόρων κτηνῶν, Σοφ. Αἴ. 55.
|lstext='''πολύκερως''': -ωτος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων πολλὰ κέρατα, π. [[φόνος]] ὁ [[φόνος]] πολλῶν κερασφόρων κτηνῶν, Σοφ. Αἴ. 55.
}}
{{bailly
|btext=ως, ων ; <i>gén.</i> ω, <i>dat.</i> ῳ, <i>acc.</i> ων;<br />de beaucoup de cornes : [[πολύκερως]] [[φόνος]] SOPH massacre d’une foule de bêtes à cornes.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[κέρας]].
}}
}}