3,273,850
edits
(6_23) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πραγμᾰτεύομαι''': Ἰων. πρηγμ-· μέλλ. -εύσομαι. μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἰωσήπου· ἀόρ. ἐπραγματευσάμην, Ἱππ. 1202Α, Ξεν. Οἰκ. 10. 9, κτλ.· ἀλλὰ καὶ ἐπραγματεύθην, Ἰων. ἐπρηγμ-, Ἡρόδ. 2. 87, Ἰσοκρ. 249Α· πρκμ. πεπραγμάτευμαι, Ἰσοκρ. 221Α, Πλάτ. Φαίδων 99D, 100Β, κ. ἀλλ., ἀλλὰ ὁ πρκμ. [[ὡσαύτως]] ἀπαντᾷ ἐπὶ παθ. σημ. ἴδε ἐν τέλ.· ἀποθετ.: ([[πρᾶγμα]]) Ἀσχολοῦμαι εἴς τι, [[φροντίζω]], ἀπέδωκαν τὸν νεκρὸν οὐδὲν ἔτι πρηγματευθέντες Ἡρόδ., ἔνθ’ ἀνωτ., πρβλ. Πλάτ. Κρατ. 437C· πρ. [[περί]] τινος ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 430D, κ. ἀλλ.· [[περί]] τι ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 187Α, Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 7, κτλ.· [[πραγματεύομαι]] ἐπί τινι, [[καταβάλλω]] κόπους πρὸς κατόρθωσιν πράγματός τινος, [[αὐτόθι]] 1. 3, 15· [[πρός]] τι Πλάτ. Ἐρυξ. 398Α· πραγματεύονται [[ὅπως]] ἄρξουσι, ἀγωνίζονται [[ὅπως]]..., Ξεν. Λακ. 14. 5· καὶ μετ’ ἀπαρ., [[ἀγωνίζομαι]] νά..., Πλουτ. Θεμ. 19. 2) ἀσχολοῦμαι εἰς ἐργασίαν, δαπανῶ τὸν χρόνον μου εἰς ἐργασίαν, τὴν νύκτα, καθ’ ὅλην τὴν νύκτα, Ξεν. Κύρ. 2. 4, 26· πρ. καὶ κακοπαθεῖν τὸν βίον ἅπαντα Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 10. 6, 6, πρβλ. 4. 1, 43· [[πραγματεύομαι]] ἀπὸ ἐμπορίας καὶ δανεισμῶν, [[κάμνω]] χρήματα ἐμπορευόμενος καὶ δανειζόμενος, Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 59, πρβλ. Σύλλ. 17. κτλ. ΙΙ. μετ’ αἰτ. πράγμ., καταγίνομαι εἴς τι [[μετὰ]] προσοχῆς καὶ ἐπιμελείας, ἀσχολοῦμαι εἴς τι, Πλάτ. Πρωτ. 361D, Ἱππ. Μείζων 304C, κτλ.· ἐπιχειρῶ, τὸν δεύτερον πλοῦν ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 99D. 2) ἐπὶ συγγραφέων, πραγματεύομαί τι [[μετὰ]] πολλῆς ἐπιμελείας, Ἀριστοφ. Νεφ. 526, Πλάτ. Ἀπολ. 22Β· [[πραγματεύομαι]] περὶ τινος, περὶ φύσεως πάντα Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 8, 18· περὶ τινος ὁ αὐτ. ἐν Φυσ. 2. 2, 1, κ. ἀλλ.· [[περί]] τι ὁ αὐτ. ἐν Μετὰ τὰ Φυσ. 5. 1, 3, κ. ἀλλ. τοιαύτην οὐκ ἐπραγματεύθησαν ἀκριβολογίαν περὶ τὰς φλέβας ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 3, 5. 3) ἐπὶ ἱστορικῶν συγγραφέων, [[ἐκτίθημι]] συστηματικῶς, τὰς πράξεις Πολύβ. 1. 4, 3· καὶ ἀπολ., οἱ πραγματευόμενοι, συστηματικοὶ ἱστοριογράφοι, πραγματικὴν ἱστορίαν συγγράφοντες, ὁ αὐτ. 5. 33, 5, κτλ.· πρβλ. [[πραγματεία]] ΙΙΙ. 3. ΙΙΙ. πρκμ. πεπραγμάτευμαι, ἐπὶ παθ. σημασ., [[τυγχάνω]] ἀκριβοῦς ἐξεργασίας καὶ ἐπιμελείας, ἀναλαμβάνων οὖν αὐτῶν τὰ ποιήματα, ἅ μοι ἐδόκει [[μάλιστα]] πεπραγματεῦσθαι αὐτοῖς Πλάτ. Ἀπολ. 22Β, Παρμ. 129Ε, πρβλ. Ξεν. Ἱππ. 8. 10, Αἰσχίν. 24. 5· [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ ἐνεστ., Ἀριστ. Ἠθικ. Εὐδήμ. 1. 4, 2. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 474. | |lstext='''πραγμᾰτεύομαι''': Ἰων. πρηγμ-· μέλλ. -εύσομαι. μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἰωσήπου· ἀόρ. ἐπραγματευσάμην, Ἱππ. 1202Α, Ξεν. Οἰκ. 10. 9, κτλ.· ἀλλὰ καὶ ἐπραγματεύθην, Ἰων. ἐπρηγμ-, Ἡρόδ. 2. 87, Ἰσοκρ. 249Α· πρκμ. πεπραγμάτευμαι, Ἰσοκρ. 221Α, Πλάτ. Φαίδων 99D, 100Β, κ. ἀλλ., ἀλλὰ ὁ πρκμ. [[ὡσαύτως]] ἀπαντᾷ ἐπὶ παθ. σημ. ἴδε ἐν τέλ.· ἀποθετ.: ([[πρᾶγμα]]) Ἀσχολοῦμαι εἴς τι, [[φροντίζω]], ἀπέδωκαν τὸν νεκρὸν οὐδὲν ἔτι πρηγματευθέντες Ἡρόδ., ἔνθ’ ἀνωτ., πρβλ. Πλάτ. Κρατ. 437C· πρ. [[περί]] τινος ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 430D, κ. ἀλλ.· [[περί]] τι ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 187Α, Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 7, κτλ.· [[πραγματεύομαι]] ἐπί τινι, [[καταβάλλω]] κόπους πρὸς κατόρθωσιν πράγματός τινος, [[αὐτόθι]] 1. 3, 15· [[πρός]] τι Πλάτ. Ἐρυξ. 398Α· πραγματεύονται [[ὅπως]] ἄρξουσι, ἀγωνίζονται [[ὅπως]]..., Ξεν. Λακ. 14. 5· καὶ μετ’ ἀπαρ., [[ἀγωνίζομαι]] νά..., Πλουτ. Θεμ. 19. 2) ἀσχολοῦμαι εἰς ἐργασίαν, δαπανῶ τὸν χρόνον μου εἰς ἐργασίαν, τὴν νύκτα, καθ’ ὅλην τὴν νύκτα, Ξεν. Κύρ. 2. 4, 26· πρ. καὶ κακοπαθεῖν τὸν βίον ἅπαντα Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 10. 6, 6, πρβλ. 4. 1, 43· [[πραγματεύομαι]] ἀπὸ ἐμπορίας καὶ δανεισμῶν, [[κάμνω]] χρήματα ἐμπορευόμενος καὶ δανειζόμενος, Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 59, πρβλ. Σύλλ. 17. κτλ. ΙΙ. μετ’ αἰτ. πράγμ., καταγίνομαι εἴς τι [[μετὰ]] προσοχῆς καὶ ἐπιμελείας, ἀσχολοῦμαι εἴς τι, Πλάτ. Πρωτ. 361D, Ἱππ. Μείζων 304C, κτλ.· ἐπιχειρῶ, τὸν δεύτερον πλοῦν ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 99D. 2) ἐπὶ συγγραφέων, πραγματεύομαί τι [[μετὰ]] πολλῆς ἐπιμελείας, Ἀριστοφ. Νεφ. 526, Πλάτ. Ἀπολ. 22Β· [[πραγματεύομαι]] περὶ τινος, περὶ φύσεως πάντα Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 8, 18· περὶ τινος ὁ αὐτ. ἐν Φυσ. 2. 2, 1, κ. ἀλλ.· [[περί]] τι ὁ αὐτ. ἐν Μετὰ τὰ Φυσ. 5. 1, 3, κ. ἀλλ. τοιαύτην οὐκ ἐπραγματεύθησαν ἀκριβολογίαν περὶ τὰς φλέβας ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 3, 5. 3) ἐπὶ ἱστορικῶν συγγραφέων, [[ἐκτίθημι]] συστηματικῶς, τὰς πράξεις Πολύβ. 1. 4, 3· καὶ ἀπολ., οἱ πραγματευόμενοι, συστηματικοὶ ἱστοριογράφοι, πραγματικὴν ἱστορίαν συγγράφοντες, ὁ αὐτ. 5. 33, 5, κτλ.· πρβλ. [[πραγματεία]] ΙΙΙ. 3. ΙΙΙ. πρκμ. πεπραγμάτευμαι, ἐπὶ παθ. σημασ., [[τυγχάνω]] ἀκριβοῦς ἐξεργασίας καὶ ἐπιμελείας, ἀναλαμβάνων οὖν αὐτῶν τὰ ποιήματα, ἅ μοι ἐδόκει [[μάλιστα]] πεπραγματεῦσθαι αὐτοῖς Πλάτ. Ἀπολ. 22Β, Παρμ. 129Ε, πρβλ. Ξεν. Ἱππ. 8. 10, Αἰσχίν. 24. 5· [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ ἐνεστ., Ἀριστ. Ἠθικ. Εὐδήμ. 1. 4, 2. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 474. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>ao.</i> ἐπραγματευσάμην <i>et</i> ἐπραγματεύθην, <i>pf.</i> πεπραγμάτευμαι;<br /><b>1</b> se donner de la peine, du tracas ; avec un inf. : chercher à, s’efforcer de ; <i>avec</i> [[ὅπως]] et l’ind. f. : faire effort pour ; <i>en parl. du travail de l’intelligence</i> se livrer à l’étude, s’occuper de ; traiter de, composer, écrire, acc.;<br /><b>2</b> s’occuper d’affaires, de négoce, de commerce.<br />'''Étymologie:''' [[πρᾶγμα]]. | |||
}} | }} |