Anonymous

πρακτικός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_10)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πρακτικός''': -ή, -όν, ([[πράσσω]]) ὁ εἰς τὴν πρᾶξιν ἀνήκων, ὁ πρὸς πρᾶξιν [[ἐπιτήδειος]], [[ἀνυστικός]], [[πρακτικός]], ὡς παρὰ μεταγεν. τὸ [[πραγματικός]]· λεκτικοὶ καὶ πρ. καὶ μηχανικοὶ Ξεν. Ἀπομν. 4. 3, 1· φιλότεχνοι καὶ πρ. Πλάτ. Πολ. 476Α· ζωὴ πρακτ. Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 1. 7, 13, κτλ.· αἱ πρ. ἀρχαί, αἱ τῶν πράξεων, [[αὐτόθι]] 6. 12, 35· ἡ πρ. [[διάνοια]], ἀντίθετον τῷ ἡ θεωρητική, [[αὐτόθι]] 6. 2, 3, πρβλ. Μετὰ τὰ Φυσ. 5. 1, 2, π. Ψυχ. 3. 10, 2· καὶ ἡ πρακτικὴ ([[μετὰ]] τοῦ [[ἐπιστήμη]] ἢ [[ἄνευ]] [[αὐτοῦ]]), πρακτικὴ [[ἐπιστήμη]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν θεωρητικήν, Πλάτ. Πολιτ. 258Ε, 259D· τὰ πρακτικά, [[ἐνέργεια]], [[πρᾶξις]], Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 5. 1, 5. 2) [[ἐνεργητικός]], [[δραστήριος]], [[ἱκανός]], [[ἀποτελεσματικός]], [[ὡσαύτως]] ὡς τὸ [[πραγματικός]], τὸ πρακτικώτατον [[μέρος]] τῆς δυνάμεως, τὸ ἀποτελεσματικώτατον [[μέρος]], Πολύβ. 1. 30, 9, πρβλ. 10. 23, 2· πρ. [[παρά]] τινος, ὁ κατορθώνων νὰ λάβῃ [[παρά]] τινος ἐκεῖνο, [[ὅπερ]] ποθεῖ νὰ λάβῃ, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 3· [[περί]] τι Πολύβ. 7. 10, 5. 3) [[μετὰ]] γεν., ὁ ἱκανὸς νὰ κατορθώσῃ τι, τῶν καλῶν, τῶν δικαίων, κτλ., Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 1. 9, 8., 5. 1, 3. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, [[ἰσχυρός]], [[δραστικός]], οἴνου πρακτικώτερον Ἀριστοφ. Ἱππ. 91· [[ἰταμότης]] [[ὀξεῖα]] καὶ πρ. Πλάτ. Πολιτ. 311Α· [ἡ ὀργὴ] πρακτικώτερον τοῦ μίσους Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 10, 34· πρ. [[βίος]], [[βίος]] [[ἐνεργητικός]], [[αὐτόθι]] 7. 3, 7· ἰαμβεῖον πρ., ἁρμόζον εἰς δραματικὴν πρᾶξιν, ὁ αὐτ. ἐν Ποιητ. 24, 11. ΙΙΙ. Ἐπίρρ., πρακτικῶς διακεῖσθαι [[πρός]] τι Πολύβ. 6. 25, 4· συγκρ. -ώτερον, ὁ αὐτ. 5. 18, 7.
|lstext='''πρακτικός''': -ή, -όν, ([[πράσσω]]) ὁ εἰς τὴν πρᾶξιν ἀνήκων, ὁ πρὸς πρᾶξιν [[ἐπιτήδειος]], [[ἀνυστικός]], [[πρακτικός]], ὡς παρὰ μεταγεν. τὸ [[πραγματικός]]· λεκτικοὶ καὶ πρ. καὶ μηχανικοὶ Ξεν. Ἀπομν. 4. 3, 1· φιλότεχνοι καὶ πρ. Πλάτ. Πολ. 476Α· ζωὴ πρακτ. Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 1. 7, 13, κτλ.· αἱ πρ. ἀρχαί, αἱ τῶν πράξεων, [[αὐτόθι]] 6. 12, 35· ἡ πρ. [[διάνοια]], ἀντίθετον τῷ ἡ θεωρητική, [[αὐτόθι]] 6. 2, 3, πρβλ. Μετὰ τὰ Φυσ. 5. 1, 2, π. Ψυχ. 3. 10, 2· καὶ ἡ πρακτικὴ ([[μετὰ]] τοῦ [[ἐπιστήμη]] ἢ [[ἄνευ]] [[αὐτοῦ]]), πρακτικὴ [[ἐπιστήμη]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν θεωρητικήν, Πλάτ. Πολιτ. 258Ε, 259D· τὰ πρακτικά, [[ἐνέργεια]], [[πρᾶξις]], Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 5. 1, 5. 2) [[ἐνεργητικός]], [[δραστήριος]], [[ἱκανός]], [[ἀποτελεσματικός]], [[ὡσαύτως]] ὡς τὸ [[πραγματικός]], τὸ πρακτικώτατον [[μέρος]] τῆς δυνάμεως, τὸ ἀποτελεσματικώτατον [[μέρος]], Πολύβ. 1. 30, 9, πρβλ. 10. 23, 2· πρ. [[παρά]] τινος, ὁ κατορθώνων νὰ λάβῃ [[παρά]] τινος ἐκεῖνο, [[ὅπερ]] ποθεῖ νὰ λάβῃ, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 3· [[περί]] τι Πολύβ. 7. 10, 5. 3) [[μετὰ]] γεν., ὁ ἱκανὸς νὰ κατορθώσῃ τι, τῶν καλῶν, τῶν δικαίων, κτλ., Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 1. 9, 8., 5. 1, 3. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, [[ἰσχυρός]], [[δραστικός]], οἴνου πρακτικώτερον Ἀριστοφ. Ἱππ. 91· [[ἰταμότης]] [[ὀξεῖα]] καὶ πρ. Πλάτ. Πολιτ. 311Α· [ἡ ὀργὴ] πρακτικώτερον τοῦ μίσους Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 10, 34· πρ. [[βίος]], [[βίος]] [[ἐνεργητικός]], [[αὐτόθι]] 7. 3, 7· ἰαμβεῖον πρ., ἁρμόζον εἰς δραματικὴν πρᾶξιν, ὁ αὐτ. ἐν Ποιητ. 24, 11. ΙΙΙ. Ἐπίρρ., πρακτικῶς διακεῖσθαι [[πρός]] τι Πολύβ. 6. 25, 4· συγκρ. -ώτερον, ὁ αὐτ. 5. 18, 7.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> agissant, actif;<br /><b>2</b> efficace : [[παρά]] τινος puissant auprès de qqn (<i>propr.</i> qui agit de manière à obtenir de qqn).<br />'''Étymologie:''' [[πράσσω]].
}}
}}