Anonymous

πολλοστημόριος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_15)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολλοστημόριος''': -ον, ([[μόριον]]) ὁ [[πολλάκις]] μικρότερος, ἀντίθετον τῷ [[πολλαπλάσιος]], Ἀριστ. Τοπ. 4. 4, 12, Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 15, 1· πολλαπλάσιον ἢ π. τοῦ πρότερον ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 5. 8, 10, πρβλ. Λουκ. Θεῶν Διαλ. 1. 1· ― τὸ π., [[μέρος]] ἀπείρως μικρόν, Ἀριστ. Τοπ. 4. 4, 10, καὶ διάφ. γραφ. (ἀντὶ πολλοστὸν [[μόριον]]) παρὰ Θουκ. 6. 86.
|lstext='''πολλοστημόριος''': -ον, ([[μόριον]]) ὁ [[πολλάκις]] μικρότερος, ἀντίθετον τῷ [[πολλαπλάσιος]], Ἀριστ. Τοπ. 4. 4, 12, Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 15, 1· πολλαπλάσιον ἢ π. τοῦ πρότερον ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 5. 8, 10, πρβλ. Λουκ. Θεῶν Διαλ. 1. 1· ― τὸ π., [[μέρος]] ἀπείρως μικρόν, Ἀριστ. Τοπ. 4. 4, 10, καὶ διάφ. γραφ. (ἀντὶ πολλοστὸν [[μόριον]]) παρὰ Θουκ. 6. 86.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui n’est qu’une petite partie d’une chose ; τὸ πολλοστημόριον la petite partie d’un tout.<br />'''Étymologie:''' [[πολλοστός]], [[μόριον]].
}}
}}