Anonymous

πονέω: Difference between revisions

From LSJ
1,633 bytes added ,  9 August 2017
Bailly1_4
(6_20)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πονέω''': πονέομαι. Α. ἐν τῇ παναρχαίᾳ Ἑλληνικῇ εὕρηται μόνον ὡς ἀποθ., πονέομαι, ἀπαρ. -έεσθαι, Ἰλ.· παρατ. ἐπονεῖτο (συνεσταλμ.) Ἰλ.: μέλλ. πονήσομαι Ὀδ. Χ. 377, Ἱππ. 592. 1· ἀλλὰ πονέσομαι Λουκ. Ὄνος 9· ― ἀόρ. ἐπονησάμην, Ἐπικ. πονήσατο Ὅμ.· (δια-) Πλάτ., Ξεν.· [[ὡσαύτως]] ἐπονήθην Εὐρ. Ἑλ. 1509, (δια-) Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ, § 286 (267)· ― πρκμ. πεπόνημαι, Ἰων. γ΄ πληθ. -έαται Ἡρόδ. 2. 63, Ἀττ. -ηνται Πλάτ. Φίληβ. 58Ε· ὑπερσ. πεπόνητο Ἰλ. Ο. 447, Ἐπικ. γ΄ πληθ. -ήατο Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 263. Ι. ἀπολ., κοπιῶ, μοχθῶ, ὡς ἐπονεῖτο Ἰλ. Β. 409· ὄφελον πονέεσθαι λισσόμενος, ἔπρεπε νὰ κοπιάσῃ παρακαλῶν, Κ. 117· ὅπλα..., τοῖς ἐπονεῖτο, τὰ χαλκευτικὰ ἐργαλεῖα δι’ ὧν εἰργάζετο, Σ. 413, πρβλ. Ὀδ. Π. 23· περὶ δόρπα... πονέοντο, ἠσχολοῦντο, κατεγίνοντο περὶ τὸ [[δεῖπνον]], Ἰλ. Ω 444, πρβλ. Ἡρόδ. 2. 63· οὕτω, πεπόνητο καθ’ ἵππους, ἦτο ἐνησχολημένος περὶ τοὺς ἵππους, ἐπὶ ἡνιόχου, Ἰλ. Ο. 447· πονέοντο κατὰ κρατερὴν ὑσμίνην, ἠγωνίζοντο κατὰ τὴν ἰσχυρὰν μάχην, Ε. 84, κτλ.· [[ἐντεῦθεν]] τὸ πονεῖσθαι, καθ’ ἑαυτὸ = μάχεσθαι, Δ. 374, Ν. 288· μεταγεν. π. τινος, εἶμαι ἐνησχολημένος εἴς τι, Ἄρατ. 82, πρβλ. 758. 2) ἐνεργῶ, αὐτὸς δὲ μετά πρώτοισι πονεῖτο, αὐτὸς δὲ ἐν τοῖς πρώτοις ἐνήργει, Ἰλ. Ι. 12· πρβλ. κατωτέρω Β. ΙΙ. 1. 3) [[πάσχω]] ἐκ νόσου, εἶμαι [[ἀσθενής]], νοσῶ, Θουκ. 2. 51. ΙΙ. [[μετὰ]] αἰτ., [[ἐργάζομαι]] [[μετὰ]] κόπου εἴς τι, [[κάμνω]] τι [[μετὰ]] κόπου ἢ φροντίδος, τύμβον Ἰλ. Ψ. 245· ταῦτ’ ἐπονεῖτο ἱδυίῃσι πραπίδεσσι Σ. 380· ὅπλα... πονησάμενοι κατὰ νῆα Ὀδ. Λ. 9· πονησάμενος τὰ ἅ ἔργα Ὀδ. Ι. 250, 310, πρβλ. Ἰλ. Ι. 348, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 430· πονεύμενος [[ἕρκος]] ἀλωῆς Μόσχ. 4. 101· πεπονήατο δαῖτα γέροντι Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 263. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 474. Β. Μεθ’ Ὅμηρον ἐπικρατεῖ ὁ ἐνεργ. [[τύπος]] [[πονέω]]· μέλλ. πονήσω Αἰσχύλ. Πρ. 343, Πλάτ. Πολ. 410Β, Ἱππ. 589. 50., 592. 38· μεταγεν. πονέσω Ἀριστ. Μηχαν. 25. 2, καὶ ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις τῶν Ἱπποκράτους Ἀφορισμῶν 1250· ― ἀόρ, ἐπόνησα, Δωρ. -ᾱσα, Εὐρ. Ἱππ. 1369, Πλάτ. Πολ. 462D, Ἱππ. 391. 49, Θεόκρ. 15. 80· μεταγεν. ἐπόνεσα Πολύαιν. 3. 10, 6 κτλ., καὶ ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις τοῦ Ἱππ. 447. 42., 451. 39, κτλ. ― πρκμ. πεπόνηκα Ἀριστοφ. Εἰρ. 820, Ξεν.· ὑπερσ. ἐπεπονήκει Θουκ. 7. 38. ― Παθ., ἀόρ. ἐπονήθην (ἐξ-) ὁ αὐτ. 6. 31, Δωρ. ὑποτακτ. ποναθῇ (ᾱ) Πινδ. Ο. 6. 16· πρκμ. πεπόνημαι Σοφ. Τρ. 985, Πλάτ. Φαῖδρ. 232Α (ἴδε ἐν τέλ.)· Ι. ἀμεταβ., [[ἐργάζομαι]], κοπιῶ, περὶ [[λήιον]] Ἡρόδ. 2. 14· ἐς ἄκαιρα πονεῖν Θέογν. 919· ἄλλως, [[μάτην]] π., κοπιῶ ματαίως, Σοφ. Ο. Τ. 1151, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν 501· μετ’ αἰτ., τὰ μηδὲν ὠφελοῦντα μὴ πόνει [[μάτην]] Αἰσχύλ. Πρ. 44· ἀνήνυτα π. Πλάτ. Πολ. 531Α· σπανίως ἐπὶ πραγμάτων, τις... [[αἶνος]] ἐπ’ ἀνδρὶ θείῳ... πονήσει; ([[ἔνθα]] ὁ Stanley προτείνει αἶνον, τίς θὰ κοπιάσῃ διὰ νὰ ἐπαινέσῃ...;) Αἰσχύλ. Ἀγ. 1550. 2) [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτ., π. πόνον, μόχθους Αἰσχύλ. Πέρσ. 682, Σοφ. Φιλ. 1419, Εὐρ. Ἱππ. 1369, Ἑκάβ. 779, Πλάτ. κτλ.· οὕτω, ἅμιλλαν ποδοῖν π. Εὐρ. Ι. Α. 212· πολλὰ π. ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 577· ― [[μετὰ]] προσδιορισμῶν, π. τινι, [[πάσχω]] εἴς τι ἢ ἔκ τινος, Πινδ. Ν. 7. 53· δίψει Αἰσχύλ. Πέρσ. 484· γλωχῖνι πικρᾷ Σοφ. Τρ. 681· ὑπὸ χειμῶνος Ἀντιφῶν 116. 25· τῇ κυήσει Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 17. 3· ― μετ’ αἰτ., τοῦ κατά τι, πονεῖν τὰ σκέλη Ἀριστοφ. Εἰρ. 820· τὴν κεφαλήν, τοὺς ὀφθαλμούς, κτλ., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 31, 5, κ. ἀλλ.· ― καὶ ἀπολ., διατελῶ ὑπὸ νόσον, [[πάσχω]], [[ὑποφέρω]], Ἱππ. περὶ Ἀρχ. Ἰητρ. 8· ἅπαν συμπαθὲς ἑνὸς μορίου πονήσαντος Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 10, 65· ἐπὶ στρατοῦ, στενοχωροῦμαι, πιέζομαι, [[πάσχω]], Θουκ. 5. 73, Ξεν. Κύρ. 1. 4, 21, κτλ.· οὕτω καὶ ἐπὶ πλοίων, Θουκ. 7. 38· ἐπὶ ἐργαλείων, ὅπλων, καὶ τῶν τοιούτων, φθείρομαι, συντρίβομαι, θραύομαι, «χαλνῶ», Δημ. 293. 4, Πολύβ. 3. 49, 11, πρβλ. Wessel. Διόδ. 1. σ. 499. 3) παθ., ἀπροσ., οὐκ ἄλλως αὐτοῖς πεπόνηται = πεπονήκασι Πλάτ. Φαῖδρ. 232Α. ΙΙ. μεταβ. 1) μετ’ αἰτ. προσ., [[θλίβω]], λυπῶ, Πινδ. Π. 4. 268. ― Παθ., θλίβομαι, [[πάσχω]] ἰσχυρῶς, καταπονοῦμαι, [[ὑποφέρω]], ὀδύναις πεπονημένος Σοφ. Τρ. 985· πόλεως πονουμένης τῷ πολέμῳ Θουκ. 4. 59· τόν τε θνήσκοντα καὶ τὸν πονούμενον ὁ αὐτ. 2. 51. ― καταπονοῦμαι [[ἕνεκα]] δρόμου, L. Dind. εἰς Ξεν. Ἱππ. σ. xxiv. β) ἐν τῷ παθ. [[ὡσαύτως]], παιδεύομαι, ἐκπαιδεύομαι, ἀσκοῦμαι, πεπόνηται ὁ πολιτικὸς περὶ τὴν ἀρετὴν Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 1. 13, 2· πεπ. ἔχειν τὴν ἕξιν ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 7. 16, 13· εὖ πεπ. Θεόκρ. 13. 14. 2) μετ’ αἰτ. πράγμ., ὡς τὸ ἐκπονῶ, [[κερδαίνω]], κτῶμαι, διὰ κόπου καὶ μόχθου, χρήματα Ξεν. Ἀν. 7. 6, 41. ― Παθ., κερδαίνομαι ἢ κατορθοῦμαι διὰ κόπου, καλὸν εἴ τι ποναθῇ Πινδ. Ο. 6. 17, πρβλ. Π. 9. 166. ― Ὁ κανὼν γραμματικῶν τινων (Ἐτυμ. Μέγ. 130. 3, Α. Β. 1411), καθ’ ὃν [[ὅταν]] τὸ [[πονέω]] σημαίνῃ κοπιῶ, [[μετὰ]] κόπου [[ἐργάζομαι]], ἔχει μέλλ. καὶ ἀόρ. πονήσω, ἐπόνησα, [[ὅταν]] δὲ σημαίνῃ ἔχω πόνον, ἀλγῶ, ἔχει μέλλ. καὶ ἀόρ. πονέσω, ἐπόνεσα, δὲν δικαιολογεῖται ἐκ τῶν παραδειγμάτων (ἴδε ἀνωτέρ.) ― Ὁ μέσ. μέλλ. καταπονήσομαι κεῖται ὡς μεταβατ. παρὰ Διοδ. 11. 15· [[οὕτως]] ὁ παθ. ἀόρ. πονήθη ἐν Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 170. 6· [[εἶναι]] δὲ ἡνωμέναι ἥ τε ἀμετάβ. καὶ ἡ μεταβατ. [[σημασία]] ἐν τοῖς Ἀνακρεοντ. 36. 14. καὶ 15.
|lstext='''πονέω''': πονέομαι. Α. ἐν τῇ παναρχαίᾳ Ἑλληνικῇ εὕρηται μόνον ὡς ἀποθ., πονέομαι, ἀπαρ. -έεσθαι, Ἰλ.· παρατ. ἐπονεῖτο (συνεσταλμ.) Ἰλ.: μέλλ. πονήσομαι Ὀδ. Χ. 377, Ἱππ. 592. 1· ἀλλὰ πονέσομαι Λουκ. Ὄνος 9· ― ἀόρ. ἐπονησάμην, Ἐπικ. πονήσατο Ὅμ.· (δια-) Πλάτ., Ξεν.· [[ὡσαύτως]] ἐπονήθην Εὐρ. Ἑλ. 1509, (δια-) Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ, § 286 (267)· ― πρκμ. πεπόνημαι, Ἰων. γ΄ πληθ. -έαται Ἡρόδ. 2. 63, Ἀττ. -ηνται Πλάτ. Φίληβ. 58Ε· ὑπερσ. πεπόνητο Ἰλ. Ο. 447, Ἐπικ. γ΄ πληθ. -ήατο Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 263. Ι. ἀπολ., κοπιῶ, μοχθῶ, ὡς ἐπονεῖτο Ἰλ. Β. 409· ὄφελον πονέεσθαι λισσόμενος, ἔπρεπε νὰ κοπιάσῃ παρακαλῶν, Κ. 117· ὅπλα..., τοῖς ἐπονεῖτο, τὰ χαλκευτικὰ ἐργαλεῖα δι’ ὧν εἰργάζετο, Σ. 413, πρβλ. Ὀδ. Π. 23· περὶ δόρπα... πονέοντο, ἠσχολοῦντο, κατεγίνοντο περὶ τὸ [[δεῖπνον]], Ἰλ. Ω 444, πρβλ. Ἡρόδ. 2. 63· οὕτω, πεπόνητο καθ’ ἵππους, ἦτο ἐνησχολημένος περὶ τοὺς ἵππους, ἐπὶ ἡνιόχου, Ἰλ. Ο. 447· πονέοντο κατὰ κρατερὴν ὑσμίνην, ἠγωνίζοντο κατὰ τὴν ἰσχυρὰν μάχην, Ε. 84, κτλ.· [[ἐντεῦθεν]] τὸ πονεῖσθαι, καθ’ ἑαυτὸ = μάχεσθαι, Δ. 374, Ν. 288· μεταγεν. π. τινος, εἶμαι ἐνησχολημένος εἴς τι, Ἄρατ. 82, πρβλ. 758. 2) ἐνεργῶ, αὐτὸς δὲ μετά πρώτοισι πονεῖτο, αὐτὸς δὲ ἐν τοῖς πρώτοις ἐνήργει, Ἰλ. Ι. 12· πρβλ. κατωτέρω Β. ΙΙ. 1. 3) [[πάσχω]] ἐκ νόσου, εἶμαι [[ἀσθενής]], νοσῶ, Θουκ. 2. 51. ΙΙ. [[μετὰ]] αἰτ., [[ἐργάζομαι]] [[μετὰ]] κόπου εἴς τι, [[κάμνω]] τι [[μετὰ]] κόπου ἢ φροντίδος, τύμβον Ἰλ. Ψ. 245· ταῦτ’ ἐπονεῖτο ἱδυίῃσι πραπίδεσσι Σ. 380· ὅπλα... πονησάμενοι κατὰ νῆα Ὀδ. Λ. 9· πονησάμενος τὰ ἅ ἔργα Ὀδ. Ι. 250, 310, πρβλ. Ἰλ. Ι. 348, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 430· πονεύμενος [[ἕρκος]] ἀλωῆς Μόσχ. 4. 101· πεπονήατο δαῖτα γέροντι Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 263. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 474. Β. Μεθ’ Ὅμηρον ἐπικρατεῖ ὁ ἐνεργ. [[τύπος]] [[πονέω]]· μέλλ. πονήσω Αἰσχύλ. Πρ. 343, Πλάτ. Πολ. 410Β, Ἱππ. 589. 50., 592. 38· μεταγεν. πονέσω Ἀριστ. Μηχαν. 25. 2, καὶ ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις τῶν Ἱπποκράτους Ἀφορισμῶν 1250· ― ἀόρ, ἐπόνησα, Δωρ. -ᾱσα, Εὐρ. Ἱππ. 1369, Πλάτ. Πολ. 462D, Ἱππ. 391. 49, Θεόκρ. 15. 80· μεταγεν. ἐπόνεσα Πολύαιν. 3. 10, 6 κτλ., καὶ ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις τοῦ Ἱππ. 447. 42., 451. 39, κτλ. ― πρκμ. πεπόνηκα Ἀριστοφ. Εἰρ. 820, Ξεν.· ὑπερσ. ἐπεπονήκει Θουκ. 7. 38. ― Παθ., ἀόρ. ἐπονήθην (ἐξ-) ὁ αὐτ. 6. 31, Δωρ. ὑποτακτ. ποναθῇ (ᾱ) Πινδ. Ο. 6. 16· πρκμ. πεπόνημαι Σοφ. Τρ. 985, Πλάτ. Φαῖδρ. 232Α (ἴδε ἐν τέλ.)· Ι. ἀμεταβ., [[ἐργάζομαι]], κοπιῶ, περὶ [[λήιον]] Ἡρόδ. 2. 14· ἐς ἄκαιρα πονεῖν Θέογν. 919· ἄλλως, [[μάτην]] π., κοπιῶ ματαίως, Σοφ. Ο. Τ. 1151, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν 501· μετ’ αἰτ., τὰ μηδὲν ὠφελοῦντα μὴ πόνει [[μάτην]] Αἰσχύλ. Πρ. 44· ἀνήνυτα π. Πλάτ. Πολ. 531Α· σπανίως ἐπὶ πραγμάτων, τις... [[αἶνος]] ἐπ’ ἀνδρὶ θείῳ... πονήσει; ([[ἔνθα]] ὁ Stanley προτείνει αἶνον, τίς θὰ κοπιάσῃ διὰ νὰ ἐπαινέσῃ...;) Αἰσχύλ. Ἀγ. 1550. 2) [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτ., π. πόνον, μόχθους Αἰσχύλ. Πέρσ. 682, Σοφ. Φιλ. 1419, Εὐρ. Ἱππ. 1369, Ἑκάβ. 779, Πλάτ. κτλ.· οὕτω, ἅμιλλαν ποδοῖν π. Εὐρ. Ι. Α. 212· πολλὰ π. ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 577· ― [[μετὰ]] προσδιορισμῶν, π. τινι, [[πάσχω]] εἴς τι ἢ ἔκ τινος, Πινδ. Ν. 7. 53· δίψει Αἰσχύλ. Πέρσ. 484· γλωχῖνι πικρᾷ Σοφ. Τρ. 681· ὑπὸ χειμῶνος Ἀντιφῶν 116. 25· τῇ κυήσει Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 17. 3· ― μετ’ αἰτ., τοῦ κατά τι, πονεῖν τὰ σκέλη Ἀριστοφ. Εἰρ. 820· τὴν κεφαλήν, τοὺς ὀφθαλμούς, κτλ., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 31, 5, κ. ἀλλ.· ― καὶ ἀπολ., διατελῶ ὑπὸ νόσον, [[πάσχω]], [[ὑποφέρω]], Ἱππ. περὶ Ἀρχ. Ἰητρ. 8· ἅπαν συμπαθὲς ἑνὸς μορίου πονήσαντος Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 10, 65· ἐπὶ στρατοῦ, στενοχωροῦμαι, πιέζομαι, [[πάσχω]], Θουκ. 5. 73, Ξεν. Κύρ. 1. 4, 21, κτλ.· οὕτω καὶ ἐπὶ πλοίων, Θουκ. 7. 38· ἐπὶ ἐργαλείων, ὅπλων, καὶ τῶν τοιούτων, φθείρομαι, συντρίβομαι, θραύομαι, «χαλνῶ», Δημ. 293. 4, Πολύβ. 3. 49, 11, πρβλ. Wessel. Διόδ. 1. σ. 499. 3) παθ., ἀπροσ., οὐκ ἄλλως αὐτοῖς πεπόνηται = πεπονήκασι Πλάτ. Φαῖδρ. 232Α. ΙΙ. μεταβ. 1) μετ’ αἰτ. προσ., [[θλίβω]], λυπῶ, Πινδ. Π. 4. 268. ― Παθ., θλίβομαι, [[πάσχω]] ἰσχυρῶς, καταπονοῦμαι, [[ὑποφέρω]], ὀδύναις πεπονημένος Σοφ. Τρ. 985· πόλεως πονουμένης τῷ πολέμῳ Θουκ. 4. 59· τόν τε θνήσκοντα καὶ τὸν πονούμενον ὁ αὐτ. 2. 51. ― καταπονοῦμαι [[ἕνεκα]] δρόμου, L. Dind. εἰς Ξεν. Ἱππ. σ. xxiv. β) ἐν τῷ παθ. [[ὡσαύτως]], παιδεύομαι, ἐκπαιδεύομαι, ἀσκοῦμαι, πεπόνηται ὁ πολιτικὸς περὶ τὴν ἀρετὴν Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 1. 13, 2· πεπ. ἔχειν τὴν ἕξιν ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 7. 16, 13· εὖ πεπ. Θεόκρ. 13. 14. 2) μετ’ αἰτ. πράγμ., ὡς τὸ ἐκπονῶ, [[κερδαίνω]], κτῶμαι, διὰ κόπου καὶ μόχθου, χρήματα Ξεν. Ἀν. 7. 6, 41. ― Παθ., κερδαίνομαι ἢ κατορθοῦμαι διὰ κόπου, καλὸν εἴ τι ποναθῇ Πινδ. Ο. 6. 17, πρβλ. Π. 9. 166. ― Ὁ κανὼν γραμματικῶν τινων (Ἐτυμ. Μέγ. 130. 3, Α. Β. 1411), καθ’ ὃν [[ὅταν]] τὸ [[πονέω]] σημαίνῃ κοπιῶ, [[μετὰ]] κόπου [[ἐργάζομαι]], ἔχει μέλλ. καὶ ἀόρ. πονήσω, ἐπόνησα, [[ὅταν]] δὲ σημαίνῃ ἔχω πόνον, ἀλγῶ, ἔχει μέλλ. καὶ ἀόρ. πονέσω, ἐπόνεσα, δὲν δικαιολογεῖται ἐκ τῶν παραδειγμάτων (ἴδε ἀνωτέρ.) ― Ὁ μέσ. μέλλ. καταπονήσομαι κεῖται ὡς μεταβατ. παρὰ Διοδ. 11. 15· [[οὕτως]] ὁ παθ. ἀόρ. πονήθη ἐν Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 170. 6· [[εἶναι]] δὲ ἡνωμέναι ἥ τε ἀμετάβ. καὶ ἡ μεταβατ. [[σημασία]] ἐν τοῖς Ἀνακρεοντ. 36. 14. καὶ 15.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> πονήσω, <i>ao.</i> ἐπόνησα, <i>pf.</i> πεπόνηκα;<br /><b>I.</b> <i>intr.</i> avoir du mal, de la peine, <i>d’où</i><br /><b>1</b> se fatiguer, supporter des fatigues : [[περί]] [[τι]], [[τι]] se donner de la peine pour qch ; [[μάτην]] πονεῖν ESCHL, [[ἄλλως]] πονεῖν SOPH se donner une peine inutile;<br /><b>2</b> souffrir <i>au propre</i> : πονεῖν πόνους ESCHL, μόχθους EUR éprouver des maux, des peines ; πονεῖν τινι souffrir de qch (de la faim, du froid, <i>etc.</i>);<br /><b>3</b> être fatigué, usé, avarié, délabré;<br /><b>4</b> être en détresse, en péril, dans une situation désespérée;<br /><b>II.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> <i>avec un rég. de chose</i> accomplir avec effort, venir à bout à force de travail : χρήματα πονεῖν XÉN amasser péniblement de la fortune, des ressources;<br /><b>2</b> <i>avec un rég. de pers.</i> causer de la peine à, affliger ; <i>Pass.</i> être affligé, souffrir;<br /><i><b>Moy.</b></i> πονέομαι-οῦμαι;<br /><b>I.</b> <i>intr.</i> <b>1</b> se donner de la peine, faire effort : πονεῖν τινι, [[περί]] [[τι]] se donner de la peine pour qch ; avec un part., se donner du mal pour, prendre de la peine à;<br /><b>2</b> se débattre, se démener : κατὰ ὑσμίνην IL dans un combat, lutter péniblement ; <i>abs.</i> lutter avec effort;<br /><b>II.</b> <i>tr., avec un rég. de chose</i> venir à bout à force de travail : [[τι]] de qch.<br />'''Étymologie:''' [[πόνος]].
}}
}}