Anonymous

ποιέω: Difference between revisions

From LSJ
8,736 bytes added ,  9 August 2017
Bailly1_4
(6_6)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ποιέω''': Ἐπικ. παρατ. ποίεον Ἰλ. Υ. 147, συνῄρ. ποίει = ἐποίει, Σ. 478, Ἰων. ποιέεσκον Ἡρόδ. 1. 36., 4. 78. ― Μέσ., Ἰων. παρατ. ποιεέσκετο Ἡρόδ. 7. 119: ― μέλλ. ποιήσομαι Ὀδ., Ἀττ.· ἐπὶ παθ. σημασ., Ἱππ. 24. 37, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 15, 7· ― πεποίημαι ἐπὶ μέσ. σημασ., Ἀνδοκ. 32, 7, Ψήφισμ. παρὰ Δημ. 235. 6. ― Παθ., μέλλ. ποιηθήσομαι (μετα-) Δημ. 640. 11· ἴδε ἀνωτ. πεποιήσομαι Ἱππ. 596. 8., 605. 55: ― ἀόρ. ἐποιήθην Ἡρόδ., κτλ.· (ἐν χρήσει ὡς [[μέσον]] μόνον ἐν τῷ συνθέτῳ προσ-)· ― πρκμ. πεποίημαι Ἰλ. Ζ. 56, Ἀττ. [Οἱ Ἀττ. ποιηταὶ [[πολλάκις]] χρῶνται τῇ παραληγούσῃ βραχείᾳ, [[οἷον]] ποῐῶ, ποῐεῖν, κτλ., Σοφ. Αἴ. 1395, Ο. Τ. 537, Ο. Κ. 1018, 1037, κτλ. (ἐν τέλει στίχου), Τρ. 384, 598 (ἐν τῷ β΄ ποδί)· οὕτω ποῐήσω Φιλ. 120, ποῐεῖσθαι [[αὐτόθι]] 552· ἐν τῷ χωρίῳ τούτῳ καὶ ἀλλαχοῦ τὸ Λαυρ. Ἀντίγραφ. τοῦ Σοφ. καὶ τὸ Ραβ. τοῦ Ἀριστοφ. ἔχουσι τὸν τύπον εἰς ο, [[οὗτος]] δὲ ὁ [[τύπος]] ἀπαντᾷ ἐν Ἀττ. ἐπιγραφαῖς (Συλλ. Ἐπιγρ. 102. 16, κ. ἀλλ.)· ἴδε Ahrens D Aeol. 101, Dor. 188, 208· τινὲς τῶν Γραμματικῶν μνημονεύουσι τὸ ποιεῖν ὡς τὸν Ἀττ. τύπον, ἴδε Ἐτυμολ. Μέγ. 679. 24, πρβλ. Koen and Bast εἰς Γρηγ. Κορίνθου σ. 75, Pors Tracts 371, Δινδ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 1448, Ἀχ. 410· ὁ [[τύπος]] δὲ [[οὗτος]] διετηρήθη ἐν ταῖς λ. ποητὴς (Συλλ. Ἐπιγρ. 231, πρβλ. 1583. 9), πόησις ([[αὐτόθι]] 2374. 26), ὡς καὶ ἐν ταῖς Λατ. poëta, poësis. Ἡ [[συμφωνία]] αὕτη τοσούτων τεκμηρίων δεικνύει ὅτι ὁ εἰς ο [[τύπος]] ἦν [[κοινός]]· ἀλλ’ ἡ [[δίφθογγος]] πρέπει νὰ ἐτίθετο ὅτε ἡ συλλαβὴ ἦτο μακρά, καὶ πλεῖστοι τῶν νεωτέρων ἐκδοτῶν γράφουσι ποιεῖν ἁπανταχοῦ, ὡς γράφουσιν οἷος, [[τοῖος]], [[τοιοῦτος]], οἵομαι, [[γεραιός]], δείλαιος [[εἴτε]] μακραὶ [[εἶναι]] αἱ δίφθογγοι ἐν ταῖς λέξεσι ταύταις [[εἴτε]] βραχεῖαι]. Ἔχει δὲ δύο γενικὰς σημασίας τὴν τοῦ [[κατασκευάζω]] καὶ τὴν τοῦ [[πράττω]]. Α. Ποιῶ τι διὰ τῆς χειρός, δημιουργῶ, [[κατασκευάζω]], [[κτίζω]], [[κυρίως]] ἐπὶ πράγματος ὑλικοῦ, [[οἷον]] σκευῶν, ἔργων τέχνης, κλπ., (ἴδε Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 6. 4), παρ’ Ὁμ. [[συχν]]. ἐπὶ οἰκοδομῆς, π. [[δῶμα]], ναούς, [[θεμείλια]], [[τεῖχος]], κτλ.· π. πύλας ἐν πύργοις Ἰλ. Η. 339· ἐπὶ τοῦ ἔργου σιδηρουργοῦ, π. [[σάκος]] [[αὐτόθι]] 222· ἐν αὐτῷ [σάκεϊ] ποίει δαίδαλα πολλὰ Σ. 481, πρβλ. 490, 573· ― [[ἐντεῦθεν]] ὡς ἐπιγραφὴ ἐπὶ ἔργου τινὸς καλλιτεχνικοῦ, ἐποίησε ἢ ἐποίει ὁ [[δεῖνα]], (ὁ παρατ., ὡς φαίνεται, κατὰ πρῶτον ἐτέθη εἰς χρῆσιν κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ Ἀλεξάνδρου, Apelles faciebat aut Polycletus (Plin. 1. praef.), πρβλ. Letronne παρὰ Δινδορφ. ἐν Θησ. Στεφάνου τ. 6, στήλ. 1299)· ― ποιεῖν τι ἀπὸ ξύλου, κατασκευάζειν τι ἐκ ξύλου, Ἡρόδ. 7. 65· ναὸν ἀπὸ τοῦ ἱεροῦ ἀργυρίου Ξεν. Ἀνάβ. 5. 3, 9· [[ὡσαύτως]], πλοῖα ἐξ ἀκάνθης Ἡρόδ. 2. 96, πρβλ. Ξεν. Ἀνάβ. 4. 5, 14· καὶ [[μετὰ]] γεν. τῆς ὕλης, π. νηὸν λίθου πωρίνου Ἡρόδ. 5. 62· [[ἔρυμα]] λίθων πεποιημένον Θουκ. 4. 31· φοίνικος αἱ θύραι πεποιημέναι Ξεν. Κύρ. 7. 5, 22· σπανίως, ποιεῖσθαί τινι, κατασκευάζεσθαι.., Λόγγος 1. 4, πρβλ. Ruhnk. Τίμ.· [[ὡσαύτως]], τῶν τὰ [[κέρεα]]... οἱ πήχεις ποιεῦνται, ἐκ τῶν κεράτων αὐτῶν κατασκευάζονται οἱ πήχεις τῆς λύρας, Ἡρόδ. 4. 192· ― Μέσ., [[κάμνω]], [[κατασκευάζω]] δι’ ἐμαυτόν, [[οἷον]] ἐπὶ μελισσῶν, [[οἰκία]] ποιήσασθαι, κατασκευάσαι δι’ ἑαυτὰς οἰκήματα, Ἰλ. Μ. 168 κτλ.· καὶ παρ’ Ὁμ. τὸ [[μέσον]] ἀείποτε ἔχει τὴν γνησίαν [[αὐτοῦ]] σημασίαν, πρβλ. Ἰλ. Ε. 735, Θ. 386, Ὀδ. Ε. 251, 259, κτλ., ὡς παρ’ Ἡσ. ἐν Ἔργ. κ. Ἡμ. 501· (ἂν καὶ μεθ’ Ὅμηρον καὶ Ἡσίοδον [[συχνάκις]] κεῖται σχεδὸν ὡς τὸ ἐνεργ.)· ― ἐν τῷ μέσ. τύπῳ [[ὡσαύτως]], [[κατασκευάζω]] τι δι’ ἄλλου (διάμεσον [[μέσον]]), Ἡρόδ. 2. 135· στεφάνους οὓς ἐποιησάμην τῷ χορῷ Δημ. 520. 2, πρβλ. Ξεν. Ἀνάβ. 5. 3, 5. 2) ποιῶ, δημιουργῶ, [[φέρω]] εἰς ὕπαρξιν, [[εἴδωλον]] Ὀδ. Δ. 796· γένος ἀνθρώπων χρύσεον Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 110, κτλ., πρβλ. Θεογ. 161. 579· ὁ ποιῶν, ὁ δημιουργός, Πλάτ. Τίμ. 76C· ἕτερον Φίλιππον ποιήσετε Δημ. 43. 12. ― Μέσ. γεννῶ, υἱὸν Ἀνδοκ. 16. 22., 32. 7· παῖδας ποιεῖσθαι, ὡς τὸ παιδοποιεῖσθαι, Ξεν. Κύρ. 5. 3, 19, κτλ., πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 200· π. [[παιδίον]] ἔκ τινος Πλάτ. Συμπ. 203Β· ― ποιεῖν υἱὸν ἢ παῖδα, μόνον παρὰ μεταγεν., Πλούτ. 2. 312Α· καὶ ἐπὶ τῆς γυναικός, [[αὐτόθι]] 145D. 3) [[καθόλου]], [[παράγω]], [[ὕδωρ]]... ποιῆσαι, βρέξαι, ἐπὶ τοῦ [[Διός]], Ἀριστοφ. Σφ. 261· καὶ ἀπροσ., ἐὰν [[πλείω]] ποιῇ ὕδατα = ἐὰν ὕῃ, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 19, 3· π. [[γάλα]], ἐπί τινων εἰδῶν τροφῆς, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 21, 5· ἄρρεν ποιεῖ, ἐπὶ ᾠοῦ, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 1. 15· [[μέλι]] ἄριστον π., ἐπὶ τοῦ Ὑμηττοῦ, Στράβ. 399· π. καρπόν, ἐπὶ δένδρων, Εὐαγγ. κατὰ Ματθ. γ΄, 10· ― ἐπὶ ἀνθρώπων, κριθὰς ποιεῖν ἡμᾶς πολλάς, νὰ κάμωμεν πολὺ κριθάρι, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1322· π. σίτου μεδίμνους Δημ. 1045. 8. 4) μεθ’ Ὅμ., ἐπὶ ποιητῶν, [[κάμνω]], συνθέτω ποιήματα, Λατ. carmina facere, ποιεῖν διθύραμβον, ἔπεα Ἡρόδ. 1. 23., 4. 14· π. θεογονίην Ἕλλησι ὁ αὐτ. 2. 53· π. Φαίδραν, Σατύρους Ἀριστοφ. Θεσμ. 153, 157· π. κωμῳδίαν, τραγῳδίαν, κτλ., Πλάτ. Συμπ. 223D· παλινῳδίαν Ἰσοκρ. 218Ε, κτλ.· ποιήματα Πλάτ. Φαίδων 60D· ― ἀπολ., [[γράφω]] ποιήματα, [[γράφω]] ὡς [[ποιητής]], Ἡρόδ. 3. 38, Ἀριστοφ. Θεσμ. 193, Πλάτ., κλπ.· εἴς τινα Πλάτ. Φαίδων 61Β· [[περί]] τινος ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 383Α, κτλ.· καὶ [[καθόλου]], ἐπὶ πάσης ποιητικῆς ἐκφράσεως, ἐν ἔπεσι π. Ἡρόδ. 4. 16· ― [[ὡσαύτως]], διὰ ποιήσεως [[παριστάνω]], [[Ὅμηρος]] Ἀχιλλέα πεποίηκεν ἀμείνω Ὀδυσσέως Πλάτ. Ἱππ. Ἐλάττων 369C, πρβλ. 364C, Συμπ. 174Β· ποιήσας τὸν Ἀχιλλέα λέγοντα Πλούτ. 2. 105Β, πρβλ. 25D, Πλάτ. Γοργ. 525D, Ε, Λυκοῦργ. 160. 21· ― [[ὡσαύτως]] [[περιγράφω]] διὰ στίχων, Πλάτ. Πολ. 37Α· οὓς προχείρους εἶχον καὶ ἠπιστάμην μύθους τοὺς Αἰσώπου, τούτους ἐποίησα, μετέτρεψα εἰς [[ποίημα]], ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 61Β, πρβλ. Λυκοῦργ. 160. 17· ― [[ὡσαύτως]] ὡς τὸ Λατ. fingo, ἐπινοῶ, [[ἐφευρίσκω]], καινοὺς θεοὺς Πλάτ. Εὐθύφρων 3Β· ὑπὸ ποιητέω τινὸς ποιηθὲν [[[τοὔνομα]]] Ἡρόδ. 3. 115· πεποιημένα ὀνόματα Ἀριστ. Ρητ. 3. 2, 5, Ποιητ. 21. 4· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ αὐτοφυῆ ἢ κύρια Διον. Ἁλ. π. Ἰσαίου 7, πρ. Γναῖον Πομπ. 2· ― πρβλ. [[ποιητής]]. ΙΙ. ἐπὶ ἀφηρημένων πραγμάτων, [[οὔτε]] τελευτὴν ποιῆσαι δύναται, [[οὔτε]] νὰ δώσει [[τέλος]] δύναται, Ὀδ. Α. 250· ποίησε γαλήνην, ἔκαμε γαλήνην, Ε. 452· φόβον ποιῆσαι Ἀχαιῶν, νὰ προξενήσῃ φυγὴν τῶν Ἀχαιῶν, νὰ τοὺς κάμῃ νὰ φύγωσιν ἐκ φόβου, Ἰλ. Μ. 432· σιωπὴν παρὰ πάντων ἐποίησεν, ἔκαμε πάντας νὰ σιωπήσωσι, Ξεν. Ἑλλ. 6. 3, 10· τέρψιν τινὶ ὁ αὐτ. ἐν Ἀπομν. 3. 10, 8· αἰσχύνην τῇ πόλει Ἰσοκρ. 150Ε, κτλ.· ― [[ὡσαύτως]] ἐπὶ πραγμάτων, ἄνεμοι αὐτοὶ μὲν οὐχ ὁρῶνται· ἃ δὲ ποιοῦσι φανερὰ Ξεν. Ἀπομν. 4. 3, 14, πρβλ. Θουκ. 2. 89., 7. 6. β) μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., [[κάμνω]] [[ὥστε]] νά..., θεοί σε ποίησαν ἱκέσθαι ἐς οἶκον, δὲ ἔκαμαν νὰ ἔλθῃς, Ὀδ. Ψ. 258· ποιεῖν τινα κλύειν Σοφ. Φιλ. 926· π. τινα βλέψαι Ἀριστοφ. Πλ. 459, πρβλ. 746· π. τινα τριηραρχεῖν ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 912, πρβλ. Ὄρν. 59· π. τινα αἰσχύνεσθαι, κλάειν, ἀπορεῖν, κτλ., Ξεν. Κύρ. 4. 5, 48, κτλ.· [[ὡσαύτως]] παρεμβαλλομένου τοῦ [[ὥστε]], [[αὐτόθι]] 3. 2, 29, κτλ.· οὕτω καὶ ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσεως, ὡς παρὰ Λατίνοις τὸ facere ut, π. [[ὅκως]] ἔσται τι Ἡρόδ. 5. 109, πρβλ. 1. 209· ποιήσασθαι ὡς... Ξεν. Κύρ. 6. 1, 23, πρβλ. 6. 3, 18. 2) [[παρέχω]], π. ἄδειάν τε καὶ κάθοδόν τινι Θουκ. 8. 76· π. τὴν κληρονομίαν τινὶ Ἰσαῖ. 83. 5· [[λόγος]] [[ἀργύριον]] τῷ λέγοντι π., παρέχει, χορηγεῖ χρήματα, Δημ. 151. 23. ― Μέσ., ἐμποιῶ ἐμαυτῷ, κτῶμαι, [[κερδαίνω]], [[λαμβάνω]], π. [[κλέος]] αὐτῇ Ὀδ. Β. 126· ἄδειαν Θουκ. 6. 60· τιμωρίαν ἀπό τινος ὁ αὐτ. 1. 25· τὸν βίον ἀπὸ γεωργίας Ξεν. Οἰκ. 6. 11, πρβλ. Θουκ. 1. 5. 3) ἐπὶ θυσιῶν, δημοσίων ἑορτῶν καὶ τῶν τοιούτων, π. ἱερὰ ὡς τὸ ἕρδειν, Λατ. sacra facere, Ἡρόδ. 9. 19, πρβλ. 2. 49· π. τὴν θυσίαν τῷ Ποσειδῶνι Ξεν. Ἑλλ. 4. 5, 1· π. [[Ἴσθμια]] [[αὐτόθι]] 4. 5, 2· π. μυστήρια, ἀγῶνα, ἑορτήν, παννυχίδα, κτλ., Θουκ. 6. 28., 4. 91, κτλ.· π. ταφάς, ἐπὶ δημοσίας κηδείας, Πλάτ. Μενέξ. 234Β· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ πολιτικῶν συνελεύσεων, ποιεῖν ἐκκλησίαν Θουκ. 1. 139, Ξεν., κλπ.· π. ξύλλογον σφῶν αὐτῶν Θουκ. 1. 67, κτλ. ― Μέσ., ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας ἀλλὰ νοουμένης ἐνεργείας ἐμμέσου, ἀγορὴν ποιήσατο Ἰλ. Θ. 2· ἢν θυσίην τις ποιέηται Ἡρόδ. 6. 57· [[δημοσίᾳ]] ταφὰς ἐποιήσαντο Θουκ. 2. 34, κτλ.· ἴδε κατωτ. VIII. 4) ἐπὶ πολέμου καὶ εἰρήνης, πόλεμον ποιῶ, κινῶ, [[ἐγείρω]] πόλεμον, [[γίνομαι]] [[αἴτιος]] πολέμου, πόλεμον ἡμῖν ἀντ’ εἰρήνης πρὸς Λακεδαιμονίους π. Ἰσαῖ. 89. 12· [[ἀλλά]], π. ποιοῦμαι, [[κάμνω]] πόλεμον, πολεμῶ ([[ὑπὲρ]] [[ἐμαυτοῦ]]), Ξεν. Ἀν. 5. 5, 24, κτλ.· ― [[οὕτως]], εἰρήνην π., [[κάμνω]] εἰρήνην (δι’ ἄλλους), Ἀριστοφ. Εἰρ. 1199· σπονδὰς ποεῖν Ξεν. Ἀν. 4. 3, 14· ξυμμαχίαν ποιεῖν Θουκ. 2. 29· [[ἀλλά]], εἰρήνην ποιοῦμαι, [[κάμνω]] εἰρήνην (δι’ ἐμαυτόν), Ἀνδοκ. 24. 42· σπονδὰς ποιοῦμαι Θουκ. 1. 28, κτλ.· ξυμμαχίην Ἡρόδ. 1. 77, κτλ. 5) τὸ μέσ. [[συχνάκις]] τίθεται [[μετὰ]] ὀνομάτων περιφραστικῶς ἀντὶ ῥήματος παραγώγου ἐκ τοῦ ὀνόματος, [[οὕτως]] [[ὥστε]] νὰ συντάσσηται ὁμοίως ἐκείνῳ, ποιεῖσθαι ὁδοιπορίην, ἀντὶ ὁδοιπορεῖν Ἡρόδ. 2. 29· π. ὁδὸν 7. 42, 110, 112, κτλ.· π. πλόον, ἀντὶ πλέειν, ὁ αὐτ. 6. 95· π. κομιδήν, ἀντὶ κομίζεσθαι, [[αὐτόθι]]· [[θαῦμα]] π., ἀντὶ θαυμάζειν 1. 68· ὀργὴν π., ἀντὶ ὀργίζεσθαι, 3. 25· λήθην π., ἀντὶ λανθάνεσθαι, 1. 127· βουλὴν π., ἀντὶ βουλεύεσθαι, 6. 101· μάχας π., ἀντὶ μάχεσθαι, Σοφ. Ἠλ. 302, κτλ.· καταφυγὴν π., ἀντὶ καταφεύγειν, Ἀντιφῶν 112. 6· καὶ οὕτω [[πολλαχοῦ]], [[μάλιστα]] παρὰ Θουκ.· ― π. λόγον τινός, [[λέγω]] [[περί]] τινος, διηγοῦμαι, Ἡρόδ. 7. 156· ― [[ἀλλά]], τοὺς λόγους π., συζητῶ, συσκέπτομαι, [[διαπραγματεύομαι]], Θουκ. 1. 128· καὶ [[ἁπλῶς]] ἀντὶ τοῦ [[λέγω]], Λυσ. 171. 12, Πλάτ., κλπ.· ― [[ὡσαύτως]], π. δι’ ἀγγέλου, π. διὰ χρηστηρίων, ἀντὶ ἀγγέλειν, χρηστηριάζεσθαι, Wessel εἰς Ἡρόδ. 6. 4., 8. 134. ― ἔτι καὶ ὁ Ὅμ. ἔχει, ποιήσασθαι ἐπισχεσίην Ὀδ. Φ. 71· καὶ ἐν τῷ ἐνεργ. ([[ὅπερ]] [[εἶναι]] [[λίαν]] σπάνιον), [[ἐπεὶ]] οὖν ποιήσῃ ἀθύρματα, [[ὅταν]] κάμῃ παιχνίδια, Ἰλ. Ο. 363 ΙΙΙ. [[μετὰ]] ἐπιθ. ὡς κατηγορουμ., [[κάμνω]], καθιστῶ τινα τοιοῦτον ἢ τοιοῦτον, ποιῶ τινα ἄφρονα, καθιστῶ τινα ἄφρονα, [[μωραίνω]], Ὀδ. Ψ. 12· δῶρα, τά μοι Θεοί... ὄλβια ποιήσειαν, νὰ καταστήσωσιν αὐτὰ εἰς ἐμὲ αἴτια εὐδαιμονίας, νὰ μὲ ἀξιώσωσι νὰ τὰ χαρῶ, Μ. 42, πρβλ. Ἰλ. Μ. 30· π. τοὺς Μήδους ἀσθενεῖς Ξεν. Κύρ. 1. 5, 2, κτλ.· [[ὡσαύτως]], χρήσιμον ἐξ ἀχρήστου π. Πλάτ. Πολ. 411Β· ― οὕτω μετ’ οὐσιαστ., ποιεῖν τινα βασιλῆα Ὀδ. Α. 387· ἀνέμων ταμίην Κ. 21· γέροντα Π. 456· ἄκοιτίν τινι Ἰλ. Ω. 537· γαμβρὸν ἑὸν Ἡσ. Θεογ. 818, πρβλ. Ἀποσπ. 37. 5· πολιήτας π. τινας Ἡρόδ. 7. 156· Ἀθηναῖον π. τινα Θουκ. 2. 29, κτλ.· π. τινα [[παράδειγμα]] Ἰσοκρ. 48C. ― Μέσ., ποιοῦμαί τινα ἑταῖρον, [[κάμνω]] τινα φίλον μου, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 705, πρβλ. 712· ποιεῖσθαί τινα ἄλοχον ἢ ἄκοιτιν Ἰλ. Γ. 409, Ι. 397, πρβλ. Ὀδ. Ε. 120, κτλ.· ποιοῦμαί τινα [[υἱόν]], [[κάμνω]] αὐτὸν [[υἱόν]] μου, δηλ. υἱοθετῶ αὐτὸν (πρβλ. [[εἰσποιέω]]), Ἰλ. Ι. 495 καὶ Ἀττ.· [[ὡσαύτως]] πλεοναστ., θετὸν υἱὸν π. Ἡρόδ. 6. 57· καὶ [[ἄνευ]] τοῦ [[υἱόν]], υἱοθετῶ, [[ἐπειδὴ]] οὐκ ἦσαν αὐτῷ παῖδες ἄρρενες, ποιεῖται Λεωκράτη Δημ. 1028. 20, πρβλ. 996. 14., 1004. 18., 1088. 5, Πλάτ. Νόμ. 923C, κτλ.· [[ὡσαύτως]], π. τινα θυγατέρα Ἡρόδ. 4. 180· ἀκολούθως, [[καθόλου]], ἅπαντας ἢ σῦς ἠὲ λύκους π. Ὀδ. Κ. 433· π. τινα πολίτην Ἰσοκρ. 199Ε· μαθητὴν Πλάτ. Κρατ. 428Β· τὰ κρέα π. εὔτυκτα Ἡρόδ. 1. 119, πρβλ. 9. 45, κτλ.· ― [[ὡσαύτως]], [[ἑωυτοῦ]] ποιεῖσθαί τι, ἰδιοποιεῖσθαί τι, Ἡρόδ. 1. 129· μηδ’ ἃ μὴ ’θιγες ποιοῦ σεαυτῆς Σοφ. Ἀντ. 547. IV. [[τίθημι]], βάλλω, ἐμοὶ [[Ζεὺς]]... ἐνὶ φρεσὶ τοῦτο [[νόημα]] ποίησ’ (ὡς τὸ ἔθηκε) Ὀδ. Ξ. 274· σφῶϊν ὧδε θεῶν τις ἐνὶ φρεσὶ ποιήσειεν Ἰλ. Ν. 55· π. τι ἐπὶ νόον τινὶ Ἡρόδ. 1. 27, 71· ἐν αἰσχύνῃ π. τὴν πόλιν Δημ. 272. 18· τὰς [[ναῦς]] ἐπὶ ξηροῦ π. Θουκ. 1. 109· ἔξω τὴν κεφαλὴν π. Ἡρόδ. 5. 33· ἔξω βελῶν τὴν τάξιν π. Ξεν. Κύρ. 4. 1, 3· ἑαυτὸν ὡς πορρωτάτω π. τῶν ὑποψιῶν Ἰσοκρ. 84C· ― ἐπὶ στρατεύματος, [[σχηματίζω]], συγκροτῶ, ἐκέλευσε τὸν [[λόχον]] ἕκαστον ποιῆσαι τῶν λοχαγῶν ὡς κράτιστα οἴηται ἀγωνιεῖσθαι Ξεν. Ἀνάβ. 5. 2, 11, πρβλ. 3. 4, 21· ― ἐν τῇ πολιτικῇ, ἐς ὀλίγους τὰς ἀρχὰς π. Θουκ. 8. 53· καὶ ἐν πολέμῳ, π. τινας ὑπό τινι, ἄγειν ὑπὸ τὴν ἐξουσίαν τινός..., ὑποτάσσειν εἴς τινα, Δημ. 241, ἐν τέλ.· οὕτω, π. τινας ἐπί τινι ὁ αὐτ. 1341. 15. ― Μέσ., ποιεῖσθαι ὑπ’ ἑωυτῷ Ἡρόδ. 1. 201., 5. 103, κτλ.· ὑπὸ χεῖρα Ξεν. Ἀγησ. 1. 22· ποιεῖσθαί τινας ἐς φυλακήν, ἐς ἀσφάλειαν Θουκ. 3. 3., 8. 1· τινὰς ἐς ταὸ συμμαχικὸν Ἡρόδ. 9. 106· ἐν ὀργῇ π. τινα Δημ. 14. 2· τὰ λεπτὰ πλοῖα ἐντὸς ποιοῦντες, τοποθετοῦντες εἰς τὸ [[μέσον]], Θουκ. 2. 83, πρβλ. 6. 67· π. τινα [[ἐκποδών]], ἴδε ἐν λ. [[ἐκποδών]]· ποιήσασθαι [[ὄπισθεν]] τὸν ποταμόν, νὰ παρατάξωσιν ἑαυτοὺς [[οὕτως]], [[ὥστε]] νὰ ἔχωσιν [[ὄπισθεν]] τὸν ποταμόν, Ξεν. Ἀνάβ. 1. 10. 9, πρβλ. 6. 3, 18. V. ἐν τῷ μέσ., [[ὑπολαμβάνω]], [[νομίζω]], θεωρῶ, [[λογίζομαι]], ἐκτιμῶ τι ὡς..., συμφορὴν ποιοῦμαί τι, θεωρῶ τι ὡς συμφοράν, Ἡρόδ. 1. 83., 6. 61· δεινὸν ποιοῦμαί τι, θεωρῶ τι ὡς δεινόν, ὡς βαρὺ [[πρᾶγμα]], Λατ. aegre ferre, ὁ αὐτ. 1. 127, κτλ., (σπανίως ἐν τῷ ἐνεργ., δεινὸν ποιεῖν ὁ αὐτ. 2. 121, 5, Θουκ. 5. 42)· μέγα π., μετ’ ἀπαρ., θεωρῶ τι [[λίαν]] σπουδαῖον νά..., Ἡρόδ. 8. 3· ὁ μὲν δὴ ἁλιεὺς μέγα ποιεύμενος [[ταῦτα]] ἤϊε ἐς τὰ [[οἰκία]], θεωρήσας τὴν πρόσκλησιν μεγάλην τιμὴν μετέβη εἰς τὴν οἰκίαν του, 3. 42, κτλ.· μεγάλα ποιησάμενος ὅτι... ὁ αὐτὸς 1. 119· [[ἕρμαιον]] ποιοῦμαί τι, λογίζομαί τι ὡς καθαρὸν [[κέρδος]], Πλάτ. Γοργ. 489C· οὐκ ἀνάσχετον π. τι Θουκ. 1. 118, κτλ. ― [[συχν]]. [[μετὰ]] προθέσ., δι’ οὐδενὸς ποιεῖ, = παρ’ οὐδὲν ποιεῖ Σοφ. Ο. Κ. 584· ― ἐν ἐλαφρῷ, ἐν ὁμοίῳ π. Ἡρόδ. 1. 118., 7. 138· ἐν σμικρῷ Σοφ. Φιλ. 498· ἐν ὀλιγωρίᾳ Θουκ. 4. 5· ἐν ὀργῇ Δημ. 14. 2· ἐν νόμῳ π., θεωρῶ τι ὡς νόμιμον, Ἡρόδ. 1. 131· ἐν ἀδείῃ π., [[νομίζω]] ἀσφαλές, ὁ αὐτ. 9. 42· ― παρ’ ὀλίγον, παρ’ οὐδὲν π. τι Ξεν. Ἀνάβ. 6. 4, 11, κτλ.· ― περὶ πολλοῦ π., Λατ. magni facere, Λυσ. 91. 1, κτλ.· περὶ πλείονος, περὶ πλείστου π. ὁ αὐτ. 143. 29, κτλ.· περὶ ὀλίγου, περὶ ἐλάττονος Ἰσοκρ. 370C, 383B· (σπανίως, πολλοῦ π. τι Πλάτ. Πρωτ. 328D)· ― πρὸ πολλοῦ π. τι, μετ’ ἀπαρ., Ἰσοκρ. 110Β. VI. ὑποθέτω ὅτι..., ποιήσας ἀν’ [[ὀγδοήκοντα]] ἄνδρας ἐνεῖναι Ἡρόδ. 7. 184, πρβλ. 186, Ξεν. Ἀνάβ. 5. 7, 9· ποιώμεθα τὸν φιλόσοφον νομίζειν Πλάτ. Πολ. 581D (οὕτω παρὰ Λατ. Deos esse faciamus, Κικ. Ν. D. 1. 30)· ― καὶ [[ἄνευ]] ἀπαρ., ἐν ἑκάστῃ ψυχῇ ποιήσωμεν περιστερεῶνά τινα (ἐξυπ. [[εἶναι]]) Πλάτ. Θεαίτ. 197D. ― Παθ., πεποιήσθω δή, ἂς ὑποτεθῇ λοιπόν, [[αὐτόθι]] Ε· οἱ φιλοσοφικώτατοι ποιούμενοι, οἱ νομιζόμενοι ὅτι [[εἶναι]]..., ὁ αὐτ. Πολ. 498Α, πρβλ. 538C, 573Β. VIΙ. ἐπὶ χρόνου οὐδ’ ἐποίησαν χρόνον οὐδένα, οὐδὲ κατ’ οὐδένα τρόπον ἠργοπόρησαν, Δημ. 392. 17· ([[οὕτως]] ὁ Σενέκας paucissimos dies facere)· νῦν οὖν λέγε, πότερα ἀφίης με ἢ μέσας ποιήσεις νύκτας; θὰ μὲ ἀφήσῃς ἢ θὰ κάμῃς νὰ γείνῃ μεσονύκτιον; Πλάτ. Φίληβ. 50D, πρβλ. Ἀνθ. Π. 11. 85· ἐποίησαν μὲν γὰρ ἔξω μέσων νυκτῶν [[εἶναι]] τὴν ὥραν, ἔκαμαν νὰ παρέλθῃ τὸ μεσονύκτιον, Δημ. 1265. 3· τὴν νύκτα ἐφ’ ὅπλοις ποιοῦμαι, [[διέρχομαι]] αὐτὴν [[ἔνοπλος]], Θουκ. 7. 28· [[ἐντεῦθεν]], [[βραδύνω]], ἀργοπορῶ, [[παραμένω]], μῆνας τέσσαρας Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 6. 1, ἐν τέλ., πρβλ. Ἀνθ. Π. 11. 330. VΙΙΙ. ἐν τῇ Ἀλεξανδρ. Ἑλληνικῇ, [[προσφέρω]], ὡς τὸ Λατ. facere, ποιεῖν, παραπλήσιον τῷ ῥέζειν ἑκατόμβας, ποιήσει κάρπωσιν [[ὑπὲρ]] ὑμῶν Ἑβδ. (Ἰὼβ ΜΒ΄. 8)· [[μετὰ]] δοτ., ἐποίησε τῇ Ἀστάρτῃ, προσήνεγκε θυσίαν τῇ Ἀστ. (Γ΄ Βασιλ. ΙΑ΄, 33). ΙΧ. [[παρασκευάζω]], [[ἑτοιμάζω]] π. χ. τροφήν, καὶ ποίησον [[ἐγκρυφίας]] Ἑβδ. (Γέν. ΙΗ΄, 7 κἑξ.). Χ. ποιῶ βασιλέα, ἐκτελῶ τὰ βασιλικά μου καθήκοντα, σὺ νῦν οὕτω ποιεῖς βασιλέα ἐπὶ Ἰσραήλ; κατὰ τοῦτον τὸν τρόπον κάμνεις τὸν βασιλέα εἰς τὸν Ἰσραήλ; οὕτω βασιλεύεις; Ἑβδ. (Γ΄ Βασιλ. Κ΄, 7). Β. σχεδὸν ὡς τὸ [[πράσσω]], ἀντίθετον τῷ [[πάσχω]], οὐδὲν ἂν ὧν νυνὶ πεποίηκεν ἔπραξεν Δημ. 41. 21· περὶ ὧν πράττειν καὶ μέλλει ποιεῖν ὁ αὐτ. 90. 15, πρβλ. 245. 27 κἑξ.· κακόν, ἀγαθὸν ἢ κακά, ἀγαθὰ ποιεῖν Ὅμ.· ἄριστα πεποίηται Ἰλ. Ζ. 56· πλείονα χρηστὰ περὶ τὴν πόλιν Ἀριστοφ. Ἱππ. 811· τὰ δίκαιά τινι Δημ. 460. 26· ἅμα [[ἔπος]] τε καὶ [[ἔργον]] ἐποίεε Ἡρόδ. 3. 135· Σπαρτιητικὰ ποιέειν, πράττειν ὡς Σπαρτιάτης, ὁ αὐτ. 5. 40· [[οὗτος]] τί ποιεῖς; Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 911, κτλ.· τὸ προσταχθὲν π. Σοφ. Φιλ. 1010· ποιῶ μουσικήν, καταγίνομαι εἰς τὴν μουσικήν. μουσικὴν ποίει καὶ ἐργάζου, ἀσκοῦ, γυμνάζου εἰς τὴν μ., Πλάτ. Φαίδων 60Ε, κτλ.· πᾶν ἢ πάντα π., ἴδε ἐν λ. πᾶς Β. ΙΙΙ. 2, κτλ. 2) [[μετὰ]] διπλῆς αἰτ., ποιῶ τι εἴς τινα, κακὰ ἢ ἀγαθὰ ποιεῖν τινα, πρῶτον παρ’ Ἡροδ. 3. 75 κτλ.· ἀγαθόν, κακὸν π. τινα Ἰσοκρ. 357Β, κτλ.· μεγάλα τὴν πόλιν ἀγαθὰ Δείναρχ. 92. 17 (οὕτω καὶ εὖ, κακῶς π. τινα Ξεν. Ἀπομν. 2. 3, 8, Δημ. 14. 8, κτλ.)· [[ταῦτα]] τοῦτον ἐποίησα Ἡρόδ. 1. 115· ὅ τι χρῆμά με ποιεῖς Ἀριστοφ. Σφ. 697, πρβλ. Νεφ. 259 [[ὡσαύτως]] ἐπὶ πραγμάτων, [[ἀργύριον]] τωὐτὸ τοῦτο ἐποίεε, τὸ αὐτὸ ἔκαμνε μὲ τὸ [[ἀργύριον]], Ἡρόδ. 4. 166· ― σπανιώτερον [[μετὰ]] δοτ. προσ., τῷ τεθνεῶτι μηδὲν τῶν νομιζομένων π. Ἰσαῖ. 48. 24· ἵππῳ [[τἀναντία]] Ξεν. Ἱππ. 9, 12, πρβλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 388, Δημ. 855, 15· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, φίλα ποιεῖσθαί τινι Ἡρόδ. 5. 37. 3) μετ’ ἐπιρρ. ὧδε ποίησον, οὕτω πρᾶξον, Ἡρόδ. 1. 112· πῶς ποιήσεις; πῶς θὰ ἐνεργήσῃς; Σοφ. Ο. Κ. 652, πρβλ. *[[εἴδω]] Β. 7· πῶς δεῖ ποιεῖν περὶ θυσίας Ξεν. Ἀπομν. 1. 3, 1· ποίει [[ὅπως]] βούλει ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 1. 4, 9· μὴ ἄλλως π. Πλάτ. Πολ. 328D· πρὸς τοὺς πολεμίους πῶς ποιήσουσιν [[αὐτόθι]] 469Β· ὀρθῶς π. [[αὐτόθι]] 403Ε· εὖ κακῶς π. τινα, ἴδε ἀνωτ. 2· ― [[συχν]]. [[μετὰ]] μετοχ., εὖ ἐποίησας ἀπικόμενος Ἡρόδ. 5. 24, πρβλ. Πλάτ. Φαίδωνα 60C· [[καλῶς]] ποιεῖς προνοῶν Ξεν. Κύρ. 7. 4, 13· [[οἷον]] ποιεῖς [[ἡγούμενος]] Πλάτ. Χαρμ. 166C· [[καλῶς]] ποιῶν, [[ἐνίοτε]] σχεδὸν κεῖται ὡς ἐπίρρ., [[καλῶς]] γ’, ἔφη, ποιῶν σὺ Πλάτ. Συμπ. 174Ε· [[καλῶς]] ποιοῦντες... πράττετε Δημ. 490. 16, πρβλ. 17. 10· εὖ ποιοῦν, εὐτυχῶς, ὁ αὐτ. 667. 18. 4) ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, τὸ ποιεῖν, ὡς τὸ Λατ. facere, δύναται νὰ τεθῇ ἐν τῇ δευτέρᾳ προτάσει πρὸς ἀποφυγὴν ἐπαναλήψεως τοῦ ἐν τῇ πρώτῃ προτάσει ῥήματος, ἐρώτησον αὐτούς· [[μᾶλλον]] δ’ ἐγὼ τοῦθ’ [[ὑπὲρ]] σοῦ ποιήσω, θὰ τὸ κάμω ἀντὶ σοῦ, Δημ. 242, 28, πρβλ. Ἡρόδ. 5. 97, Θουκ. 5. 70, Ἰσαῖ. 67. 6. ΙΙ. ἀπολ., ἐνεργῶ, [[πράττω]], ποιέειν ἢ [[παθέειν]] προκέεται ἀγὼν Ἡρόδ. 7. 11, πρβλ. Ἰσοκρ. 199D· ― ἐπὶ φαρμάκου, ἐνεργῶ, [[φέρω]] [[ἀποτέλεσμα]], Πλάτ. Φαίδων 117Β λουτρὰ κάλλιστα ποιοῦντα πρὸς νόσους Στράβ. 234. 2) παρὰ Θουκ. εὕρηται τὸ [[ῥῆμα]] τοῦτο ἐν ἰδιαιτέρᾳ τινὶ χρήσει: ἡ [[εὔνοια]] παρὰ πολὺ ἐποίει ἐς τοὺς Λακεδαιμονίους, ἡ [[εὔνοια]] [τῶν ἀνθρώπων] παρὰ πολὺ ἔκλινε πρὸς τοὺς Λακεδ., ὡς παρὰ Λατ. τὸ facere cum aliquo, 2. 8· [[οὕτως]] ἀπροσώπ., ἐπὶ πολὺ ἐποίει τῆς δόξης τοῖς μὲν ἠπειρώταις [[εἶναι]], τοῖς δέ..., ὁ [[καθόλου]] χαρακτὴρ τῶν μὲν ἦτο νὰ [[εἶναι]] χερσαῖοι, τῶν δέ..., 4. 12· τοῦτο δὲ μιμεῖται ὁ Ἀρρ. ἐν Ἀν. 2. 2, Ἀππ. Ἐμφύλ. 1. 82. ― Ἡ [[ἔννοια]] αὕτη τοῦ [[ποιέω]] πλησιάζει πρὸς τὴν τοῦ [[πράσσω]]. Ἡ [[κυρία]] διαφορὰ μεταξὺ αὐτῶν [[εἶναι]] ὅτι τὸ μὲν [[ποιέω]] σημαίνει [[κάμνω]], [[παράγω]], Λατ. facere, τὸ δὲ [[πράσσω]] [[πράττω]], ἐνεργῶ, Λατ. agere, πρβλ. [[ποίησις]], [[ποιητικός]]. Ἔτι δὲ καὶ ἐν φράσει [[ἔνθα]] τὸ [[ποιέω]] καὶ τὸ [[πράσσω]] [[εἶναι]] ἀμφότερα δεκτά, παρατηρεῖται ἡ [[διάκρισις]] αὕτη (ἴδε ἀνωτ. Β. 1)· [[ἐντεῦθεν]], ποιῶ εἰρήνην, [[συνάπτω]] εἰρήνην, [[κάμνω]] εἰρήνην, [[πράττω]] εἰρήνην, ἐνεργῶ [[ὥστε]] νὰ κάμω αὐτήν, [[διαπραγματεύομαι]]· [[προσέτι]] τὸ [[ποιέω]] ἀείποτε ἀντίκειται τῷ πάσχῳ, καὶ [[οὐδέποτε]] μεταβαίνει εἰς ἀμετάβ. σημασίαν προσεγγίζουσιν αὐτῷ ὡς τὸ [[πράσσω]] (IV). ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρήσεις σ. 413. 479, ἐν Ἀθηνᾶς Γ΄, σ. 320, τ. Δ΄, σ. 62, 173. τ. Ε΄, σ. 174 κἑξ., 231 κἑξ., 178 κἑξ., κλπ. τ. Ζ΄, σ. 74.
|lstext='''ποιέω''': Ἐπικ. παρατ. ποίεον Ἰλ. Υ. 147, συνῄρ. ποίει = ἐποίει, Σ. 478, Ἰων. ποιέεσκον Ἡρόδ. 1. 36., 4. 78. ― Μέσ., Ἰων. παρατ. ποιεέσκετο Ἡρόδ. 7. 119: ― μέλλ. ποιήσομαι Ὀδ., Ἀττ.· ἐπὶ παθ. σημασ., Ἱππ. 24. 37, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 15, 7· ― πεποίημαι ἐπὶ μέσ. σημασ., Ἀνδοκ. 32, 7, Ψήφισμ. παρὰ Δημ. 235. 6. ― Παθ., μέλλ. ποιηθήσομαι (μετα-) Δημ. 640. 11· ἴδε ἀνωτ. πεποιήσομαι Ἱππ. 596. 8., 605. 55: ― ἀόρ. ἐποιήθην Ἡρόδ., κτλ.· (ἐν χρήσει ὡς [[μέσον]] μόνον ἐν τῷ συνθέτῳ προσ-)· ― πρκμ. πεποίημαι Ἰλ. Ζ. 56, Ἀττ. [Οἱ Ἀττ. ποιηταὶ [[πολλάκις]] χρῶνται τῇ παραληγούσῃ βραχείᾳ, [[οἷον]] ποῐῶ, ποῐεῖν, κτλ., Σοφ. Αἴ. 1395, Ο. Τ. 537, Ο. Κ. 1018, 1037, κτλ. (ἐν τέλει στίχου), Τρ. 384, 598 (ἐν τῷ β΄ ποδί)· οὕτω ποῐήσω Φιλ. 120, ποῐεῖσθαι [[αὐτόθι]] 552· ἐν τῷ χωρίῳ τούτῳ καὶ ἀλλαχοῦ τὸ Λαυρ. Ἀντίγραφ. τοῦ Σοφ. καὶ τὸ Ραβ. τοῦ Ἀριστοφ. ἔχουσι τὸν τύπον εἰς ο, [[οὗτος]] δὲ ὁ [[τύπος]] ἀπαντᾷ ἐν Ἀττ. ἐπιγραφαῖς (Συλλ. Ἐπιγρ. 102. 16, κ. ἀλλ.)· ἴδε Ahrens D Aeol. 101, Dor. 188, 208· τινὲς τῶν Γραμματικῶν μνημονεύουσι τὸ ποιεῖν ὡς τὸν Ἀττ. τύπον, ἴδε Ἐτυμολ. Μέγ. 679. 24, πρβλ. Koen and Bast εἰς Γρηγ. Κορίνθου σ. 75, Pors Tracts 371, Δινδ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 1448, Ἀχ. 410· ὁ [[τύπος]] δὲ [[οὗτος]] διετηρήθη ἐν ταῖς λ. ποητὴς (Συλλ. Ἐπιγρ. 231, πρβλ. 1583. 9), πόησις ([[αὐτόθι]] 2374. 26), ὡς καὶ ἐν ταῖς Λατ. poëta, poësis. Ἡ [[συμφωνία]] αὕτη τοσούτων τεκμηρίων δεικνύει ὅτι ὁ εἰς ο [[τύπος]] ἦν [[κοινός]]· ἀλλ’ ἡ [[δίφθογγος]] πρέπει νὰ ἐτίθετο ὅτε ἡ συλλαβὴ ἦτο μακρά, καὶ πλεῖστοι τῶν νεωτέρων ἐκδοτῶν γράφουσι ποιεῖν ἁπανταχοῦ, ὡς γράφουσιν οἷος, [[τοῖος]], [[τοιοῦτος]], οἵομαι, [[γεραιός]], δείλαιος [[εἴτε]] μακραὶ [[εἶναι]] αἱ δίφθογγοι ἐν ταῖς λέξεσι ταύταις [[εἴτε]] βραχεῖαι]. Ἔχει δὲ δύο γενικὰς σημασίας τὴν τοῦ [[κατασκευάζω]] καὶ τὴν τοῦ [[πράττω]]. Α. Ποιῶ τι διὰ τῆς χειρός, δημιουργῶ, [[κατασκευάζω]], [[κτίζω]], [[κυρίως]] ἐπὶ πράγματος ὑλικοῦ, [[οἷον]] σκευῶν, ἔργων τέχνης, κλπ., (ἴδε Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 6. 4), παρ’ Ὁμ. [[συχν]]. ἐπὶ οἰκοδομῆς, π. [[δῶμα]], ναούς, [[θεμείλια]], [[τεῖχος]], κτλ.· π. πύλας ἐν πύργοις Ἰλ. Η. 339· ἐπὶ τοῦ ἔργου σιδηρουργοῦ, π. [[σάκος]] [[αὐτόθι]] 222· ἐν αὐτῷ [σάκεϊ] ποίει δαίδαλα πολλὰ Σ. 481, πρβλ. 490, 573· ― [[ἐντεῦθεν]] ὡς ἐπιγραφὴ ἐπὶ ἔργου τινὸς καλλιτεχνικοῦ, ἐποίησε ἢ ἐποίει ὁ [[δεῖνα]], (ὁ παρατ., ὡς φαίνεται, κατὰ πρῶτον ἐτέθη εἰς χρῆσιν κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ Ἀλεξάνδρου, Apelles faciebat aut Polycletus (Plin. 1. praef.), πρβλ. Letronne παρὰ Δινδορφ. ἐν Θησ. Στεφάνου τ. 6, στήλ. 1299)· ― ποιεῖν τι ἀπὸ ξύλου, κατασκευάζειν τι ἐκ ξύλου, Ἡρόδ. 7. 65· ναὸν ἀπὸ τοῦ ἱεροῦ ἀργυρίου Ξεν. Ἀνάβ. 5. 3, 9· [[ὡσαύτως]], πλοῖα ἐξ ἀκάνθης Ἡρόδ. 2. 96, πρβλ. Ξεν. Ἀνάβ. 4. 5, 14· καὶ [[μετὰ]] γεν. τῆς ὕλης, π. νηὸν λίθου πωρίνου Ἡρόδ. 5. 62· [[ἔρυμα]] λίθων πεποιημένον Θουκ. 4. 31· φοίνικος αἱ θύραι πεποιημέναι Ξεν. Κύρ. 7. 5, 22· σπανίως, ποιεῖσθαί τινι, κατασκευάζεσθαι.., Λόγγος 1. 4, πρβλ. Ruhnk. Τίμ.· [[ὡσαύτως]], τῶν τὰ [[κέρεα]]... οἱ πήχεις ποιεῦνται, ἐκ τῶν κεράτων αὐτῶν κατασκευάζονται οἱ πήχεις τῆς λύρας, Ἡρόδ. 4. 192· ― Μέσ., [[κάμνω]], [[κατασκευάζω]] δι’ ἐμαυτόν, [[οἷον]] ἐπὶ μελισσῶν, [[οἰκία]] ποιήσασθαι, κατασκευάσαι δι’ ἑαυτὰς οἰκήματα, Ἰλ. Μ. 168 κτλ.· καὶ παρ’ Ὁμ. τὸ [[μέσον]] ἀείποτε ἔχει τὴν γνησίαν [[αὐτοῦ]] σημασίαν, πρβλ. Ἰλ. Ε. 735, Θ. 386, Ὀδ. Ε. 251, 259, κτλ., ὡς παρ’ Ἡσ. ἐν Ἔργ. κ. Ἡμ. 501· (ἂν καὶ μεθ’ Ὅμηρον καὶ Ἡσίοδον [[συχνάκις]] κεῖται σχεδὸν ὡς τὸ ἐνεργ.)· ― ἐν τῷ μέσ. τύπῳ [[ὡσαύτως]], [[κατασκευάζω]] τι δι’ ἄλλου (διάμεσον [[μέσον]]), Ἡρόδ. 2. 135· στεφάνους οὓς ἐποιησάμην τῷ χορῷ Δημ. 520. 2, πρβλ. Ξεν. Ἀνάβ. 5. 3, 5. 2) ποιῶ, δημιουργῶ, [[φέρω]] εἰς ὕπαρξιν, [[εἴδωλον]] Ὀδ. Δ. 796· γένος ἀνθρώπων χρύσεον Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 110, κτλ., πρβλ. Θεογ. 161. 579· ὁ ποιῶν, ὁ δημιουργός, Πλάτ. Τίμ. 76C· ἕτερον Φίλιππον ποιήσετε Δημ. 43. 12. ― Μέσ. γεννῶ, υἱὸν Ἀνδοκ. 16. 22., 32. 7· παῖδας ποιεῖσθαι, ὡς τὸ παιδοποιεῖσθαι, Ξεν. Κύρ. 5. 3, 19, κτλ., πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 200· π. [[παιδίον]] ἔκ τινος Πλάτ. Συμπ. 203Β· ― ποιεῖν υἱὸν ἢ παῖδα, μόνον παρὰ μεταγεν., Πλούτ. 2. 312Α· καὶ ἐπὶ τῆς γυναικός, [[αὐτόθι]] 145D. 3) [[καθόλου]], [[παράγω]], [[ὕδωρ]]... ποιῆσαι, βρέξαι, ἐπὶ τοῦ [[Διός]], Ἀριστοφ. Σφ. 261· καὶ ἀπροσ., ἐὰν [[πλείω]] ποιῇ ὕδατα = ἐὰν ὕῃ, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 19, 3· π. [[γάλα]], ἐπί τινων εἰδῶν τροφῆς, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 21, 5· ἄρρεν ποιεῖ, ἐπὶ ᾠοῦ, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 1. 15· [[μέλι]] ἄριστον π., ἐπὶ τοῦ Ὑμηττοῦ, Στράβ. 399· π. καρπόν, ἐπὶ δένδρων, Εὐαγγ. κατὰ Ματθ. γ΄, 10· ― ἐπὶ ἀνθρώπων, κριθὰς ποιεῖν ἡμᾶς πολλάς, νὰ κάμωμεν πολὺ κριθάρι, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1322· π. σίτου μεδίμνους Δημ. 1045. 8. 4) μεθ’ Ὅμ., ἐπὶ ποιητῶν, [[κάμνω]], συνθέτω ποιήματα, Λατ. carmina facere, ποιεῖν διθύραμβον, ἔπεα Ἡρόδ. 1. 23., 4. 14· π. θεογονίην Ἕλλησι ὁ αὐτ. 2. 53· π. Φαίδραν, Σατύρους Ἀριστοφ. Θεσμ. 153, 157· π. κωμῳδίαν, τραγῳδίαν, κτλ., Πλάτ. Συμπ. 223D· παλινῳδίαν Ἰσοκρ. 218Ε, κτλ.· ποιήματα Πλάτ. Φαίδων 60D· ― ἀπολ., [[γράφω]] ποιήματα, [[γράφω]] ὡς [[ποιητής]], Ἡρόδ. 3. 38, Ἀριστοφ. Θεσμ. 193, Πλάτ., κλπ.· εἴς τινα Πλάτ. Φαίδων 61Β· [[περί]] τινος ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 383Α, κτλ.· καὶ [[καθόλου]], ἐπὶ πάσης ποιητικῆς ἐκφράσεως, ἐν ἔπεσι π. Ἡρόδ. 4. 16· ― [[ὡσαύτως]], διὰ ποιήσεως [[παριστάνω]], [[Ὅμηρος]] Ἀχιλλέα πεποίηκεν ἀμείνω Ὀδυσσέως Πλάτ. Ἱππ. Ἐλάττων 369C, πρβλ. 364C, Συμπ. 174Β· ποιήσας τὸν Ἀχιλλέα λέγοντα Πλούτ. 2. 105Β, πρβλ. 25D, Πλάτ. Γοργ. 525D, Ε, Λυκοῦργ. 160. 21· ― [[ὡσαύτως]] [[περιγράφω]] διὰ στίχων, Πλάτ. Πολ. 37Α· οὓς προχείρους εἶχον καὶ ἠπιστάμην μύθους τοὺς Αἰσώπου, τούτους ἐποίησα, μετέτρεψα εἰς [[ποίημα]], ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 61Β, πρβλ. Λυκοῦργ. 160. 17· ― [[ὡσαύτως]] ὡς τὸ Λατ. fingo, ἐπινοῶ, [[ἐφευρίσκω]], καινοὺς θεοὺς Πλάτ. Εὐθύφρων 3Β· ὑπὸ ποιητέω τινὸς ποιηθὲν [[[τοὔνομα]]] Ἡρόδ. 3. 115· πεποιημένα ὀνόματα Ἀριστ. Ρητ. 3. 2, 5, Ποιητ. 21. 4· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ αὐτοφυῆ ἢ κύρια Διον. Ἁλ. π. Ἰσαίου 7, πρ. Γναῖον Πομπ. 2· ― πρβλ. [[ποιητής]]. ΙΙ. ἐπὶ ἀφηρημένων πραγμάτων, [[οὔτε]] τελευτὴν ποιῆσαι δύναται, [[οὔτε]] νὰ δώσει [[τέλος]] δύναται, Ὀδ. Α. 250· ποίησε γαλήνην, ἔκαμε γαλήνην, Ε. 452· φόβον ποιῆσαι Ἀχαιῶν, νὰ προξενήσῃ φυγὴν τῶν Ἀχαιῶν, νὰ τοὺς κάμῃ νὰ φύγωσιν ἐκ φόβου, Ἰλ. Μ. 432· σιωπὴν παρὰ πάντων ἐποίησεν, ἔκαμε πάντας νὰ σιωπήσωσι, Ξεν. Ἑλλ. 6. 3, 10· τέρψιν τινὶ ὁ αὐτ. ἐν Ἀπομν. 3. 10, 8· αἰσχύνην τῇ πόλει Ἰσοκρ. 150Ε, κτλ.· ― [[ὡσαύτως]] ἐπὶ πραγμάτων, ἄνεμοι αὐτοὶ μὲν οὐχ ὁρῶνται· ἃ δὲ ποιοῦσι φανερὰ Ξεν. Ἀπομν. 4. 3, 14, πρβλ. Θουκ. 2. 89., 7. 6. β) μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., [[κάμνω]] [[ὥστε]] νά..., θεοί σε ποίησαν ἱκέσθαι ἐς οἶκον, δὲ ἔκαμαν νὰ ἔλθῃς, Ὀδ. Ψ. 258· ποιεῖν τινα κλύειν Σοφ. Φιλ. 926· π. τινα βλέψαι Ἀριστοφ. Πλ. 459, πρβλ. 746· π. τινα τριηραρχεῖν ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 912, πρβλ. Ὄρν. 59· π. τινα αἰσχύνεσθαι, κλάειν, ἀπορεῖν, κτλ., Ξεν. Κύρ. 4. 5, 48, κτλ.· [[ὡσαύτως]] παρεμβαλλομένου τοῦ [[ὥστε]], [[αὐτόθι]] 3. 2, 29, κτλ.· οὕτω καὶ ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσεως, ὡς παρὰ Λατίνοις τὸ facere ut, π. [[ὅκως]] ἔσται τι Ἡρόδ. 5. 109, πρβλ. 1. 209· ποιήσασθαι ὡς... Ξεν. Κύρ. 6. 1, 23, πρβλ. 6. 3, 18. 2) [[παρέχω]], π. ἄδειάν τε καὶ κάθοδόν τινι Θουκ. 8. 76· π. τὴν κληρονομίαν τινὶ Ἰσαῖ. 83. 5· [[λόγος]] [[ἀργύριον]] τῷ λέγοντι π., παρέχει, χορηγεῖ χρήματα, Δημ. 151. 23. ― Μέσ., ἐμποιῶ ἐμαυτῷ, κτῶμαι, [[κερδαίνω]], [[λαμβάνω]], π. [[κλέος]] αὐτῇ Ὀδ. Β. 126· ἄδειαν Θουκ. 6. 60· τιμωρίαν ἀπό τινος ὁ αὐτ. 1. 25· τὸν βίον ἀπὸ γεωργίας Ξεν. Οἰκ. 6. 11, πρβλ. Θουκ. 1. 5. 3) ἐπὶ θυσιῶν, δημοσίων ἑορτῶν καὶ τῶν τοιούτων, π. ἱερὰ ὡς τὸ ἕρδειν, Λατ. sacra facere, Ἡρόδ. 9. 19, πρβλ. 2. 49· π. τὴν θυσίαν τῷ Ποσειδῶνι Ξεν. Ἑλλ. 4. 5, 1· π. [[Ἴσθμια]] [[αὐτόθι]] 4. 5, 2· π. μυστήρια, ἀγῶνα, ἑορτήν, παννυχίδα, κτλ., Θουκ. 6. 28., 4. 91, κτλ.· π. ταφάς, ἐπὶ δημοσίας κηδείας, Πλάτ. Μενέξ. 234Β· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ πολιτικῶν συνελεύσεων, ποιεῖν ἐκκλησίαν Θουκ. 1. 139, Ξεν., κλπ.· π. ξύλλογον σφῶν αὐτῶν Θουκ. 1. 67, κτλ. ― Μέσ., ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας ἀλλὰ νοουμένης ἐνεργείας ἐμμέσου, ἀγορὴν ποιήσατο Ἰλ. Θ. 2· ἢν θυσίην τις ποιέηται Ἡρόδ. 6. 57· [[δημοσίᾳ]] ταφὰς ἐποιήσαντο Θουκ. 2. 34, κτλ.· ἴδε κατωτ. VIII. 4) ἐπὶ πολέμου καὶ εἰρήνης, πόλεμον ποιῶ, κινῶ, [[ἐγείρω]] πόλεμον, [[γίνομαι]] [[αἴτιος]] πολέμου, πόλεμον ἡμῖν ἀντ’ εἰρήνης πρὸς Λακεδαιμονίους π. Ἰσαῖ. 89. 12· [[ἀλλά]], π. ποιοῦμαι, [[κάμνω]] πόλεμον, πολεμῶ ([[ὑπὲρ]] [[ἐμαυτοῦ]]), Ξεν. Ἀν. 5. 5, 24, κτλ.· ― [[οὕτως]], εἰρήνην π., [[κάμνω]] εἰρήνην (δι’ ἄλλους), Ἀριστοφ. Εἰρ. 1199· σπονδὰς ποεῖν Ξεν. Ἀν. 4. 3, 14· ξυμμαχίαν ποιεῖν Θουκ. 2. 29· [[ἀλλά]], εἰρήνην ποιοῦμαι, [[κάμνω]] εἰρήνην (δι’ ἐμαυτόν), Ἀνδοκ. 24. 42· σπονδὰς ποιοῦμαι Θουκ. 1. 28, κτλ.· ξυμμαχίην Ἡρόδ. 1. 77, κτλ. 5) τὸ μέσ. [[συχνάκις]] τίθεται [[μετὰ]] ὀνομάτων περιφραστικῶς ἀντὶ ῥήματος παραγώγου ἐκ τοῦ ὀνόματος, [[οὕτως]] [[ὥστε]] νὰ συντάσσηται ὁμοίως ἐκείνῳ, ποιεῖσθαι ὁδοιπορίην, ἀντὶ ὁδοιπορεῖν Ἡρόδ. 2. 29· π. ὁδὸν 7. 42, 110, 112, κτλ.· π. πλόον, ἀντὶ πλέειν, ὁ αὐτ. 6. 95· π. κομιδήν, ἀντὶ κομίζεσθαι, [[αὐτόθι]]· [[θαῦμα]] π., ἀντὶ θαυμάζειν 1. 68· ὀργὴν π., ἀντὶ ὀργίζεσθαι, 3. 25· λήθην π., ἀντὶ λανθάνεσθαι, 1. 127· βουλὴν π., ἀντὶ βουλεύεσθαι, 6. 101· μάχας π., ἀντὶ μάχεσθαι, Σοφ. Ἠλ. 302, κτλ.· καταφυγὴν π., ἀντὶ καταφεύγειν, Ἀντιφῶν 112. 6· καὶ οὕτω [[πολλαχοῦ]], [[μάλιστα]] παρὰ Θουκ.· ― π. λόγον τινός, [[λέγω]] [[περί]] τινος, διηγοῦμαι, Ἡρόδ. 7. 156· ― [[ἀλλά]], τοὺς λόγους π., συζητῶ, συσκέπτομαι, [[διαπραγματεύομαι]], Θουκ. 1. 128· καὶ [[ἁπλῶς]] ἀντὶ τοῦ [[λέγω]], Λυσ. 171. 12, Πλάτ., κλπ.· ― [[ὡσαύτως]], π. δι’ ἀγγέλου, π. διὰ χρηστηρίων, ἀντὶ ἀγγέλειν, χρηστηριάζεσθαι, Wessel εἰς Ἡρόδ. 6. 4., 8. 134. ― ἔτι καὶ ὁ Ὅμ. ἔχει, ποιήσασθαι ἐπισχεσίην Ὀδ. Φ. 71· καὶ ἐν τῷ ἐνεργ. ([[ὅπερ]] [[εἶναι]] [[λίαν]] σπάνιον), [[ἐπεὶ]] οὖν ποιήσῃ ἀθύρματα, [[ὅταν]] κάμῃ παιχνίδια, Ἰλ. Ο. 363 ΙΙΙ. [[μετὰ]] ἐπιθ. ὡς κατηγορουμ., [[κάμνω]], καθιστῶ τινα τοιοῦτον ἢ τοιοῦτον, ποιῶ τινα ἄφρονα, καθιστῶ τινα ἄφρονα, [[μωραίνω]], Ὀδ. Ψ. 12· δῶρα, τά μοι Θεοί... ὄλβια ποιήσειαν, νὰ καταστήσωσιν αὐτὰ εἰς ἐμὲ αἴτια εὐδαιμονίας, νὰ μὲ ἀξιώσωσι νὰ τὰ χαρῶ, Μ. 42, πρβλ. Ἰλ. Μ. 30· π. τοὺς Μήδους ἀσθενεῖς Ξεν. Κύρ. 1. 5, 2, κτλ.· [[ὡσαύτως]], χρήσιμον ἐξ ἀχρήστου π. Πλάτ. Πολ. 411Β· ― οὕτω μετ’ οὐσιαστ., ποιεῖν τινα βασιλῆα Ὀδ. Α. 387· ἀνέμων ταμίην Κ. 21· γέροντα Π. 456· ἄκοιτίν τινι Ἰλ. Ω. 537· γαμβρὸν ἑὸν Ἡσ. Θεογ. 818, πρβλ. Ἀποσπ. 37. 5· πολιήτας π. τινας Ἡρόδ. 7. 156· Ἀθηναῖον π. τινα Θουκ. 2. 29, κτλ.· π. τινα [[παράδειγμα]] Ἰσοκρ. 48C. ― Μέσ., ποιοῦμαί τινα ἑταῖρον, [[κάμνω]] τινα φίλον μου, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 705, πρβλ. 712· ποιεῖσθαί τινα ἄλοχον ἢ ἄκοιτιν Ἰλ. Γ. 409, Ι. 397, πρβλ. Ὀδ. Ε. 120, κτλ.· ποιοῦμαί τινα [[υἱόν]], [[κάμνω]] αὐτὸν [[υἱόν]] μου, δηλ. υἱοθετῶ αὐτὸν (πρβλ. [[εἰσποιέω]]), Ἰλ. Ι. 495 καὶ Ἀττ.· [[ὡσαύτως]] πλεοναστ., θετὸν υἱὸν π. Ἡρόδ. 6. 57· καὶ [[ἄνευ]] τοῦ [[υἱόν]], υἱοθετῶ, [[ἐπειδὴ]] οὐκ ἦσαν αὐτῷ παῖδες ἄρρενες, ποιεῖται Λεωκράτη Δημ. 1028. 20, πρβλ. 996. 14., 1004. 18., 1088. 5, Πλάτ. Νόμ. 923C, κτλ.· [[ὡσαύτως]], π. τινα θυγατέρα Ἡρόδ. 4. 180· ἀκολούθως, [[καθόλου]], ἅπαντας ἢ σῦς ἠὲ λύκους π. Ὀδ. Κ. 433· π. τινα πολίτην Ἰσοκρ. 199Ε· μαθητὴν Πλάτ. Κρατ. 428Β· τὰ κρέα π. εὔτυκτα Ἡρόδ. 1. 119, πρβλ. 9. 45, κτλ.· ― [[ὡσαύτως]], [[ἑωυτοῦ]] ποιεῖσθαί τι, ἰδιοποιεῖσθαί τι, Ἡρόδ. 1. 129· μηδ’ ἃ μὴ ’θιγες ποιοῦ σεαυτῆς Σοφ. Ἀντ. 547. IV. [[τίθημι]], βάλλω, ἐμοὶ [[Ζεὺς]]... ἐνὶ φρεσὶ τοῦτο [[νόημα]] ποίησ’ (ὡς τὸ ἔθηκε) Ὀδ. Ξ. 274· σφῶϊν ὧδε θεῶν τις ἐνὶ φρεσὶ ποιήσειεν Ἰλ. Ν. 55· π. τι ἐπὶ νόον τινὶ Ἡρόδ. 1. 27, 71· ἐν αἰσχύνῃ π. τὴν πόλιν Δημ. 272. 18· τὰς [[ναῦς]] ἐπὶ ξηροῦ π. Θουκ. 1. 109· ἔξω τὴν κεφαλὴν π. Ἡρόδ. 5. 33· ἔξω βελῶν τὴν τάξιν π. Ξεν. Κύρ. 4. 1, 3· ἑαυτὸν ὡς πορρωτάτω π. τῶν ὑποψιῶν Ἰσοκρ. 84C· ― ἐπὶ στρατεύματος, [[σχηματίζω]], συγκροτῶ, ἐκέλευσε τὸν [[λόχον]] ἕκαστον ποιῆσαι τῶν λοχαγῶν ὡς κράτιστα οἴηται ἀγωνιεῖσθαι Ξεν. Ἀνάβ. 5. 2, 11, πρβλ. 3. 4, 21· ― ἐν τῇ πολιτικῇ, ἐς ὀλίγους τὰς ἀρχὰς π. Θουκ. 8. 53· καὶ ἐν πολέμῳ, π. τινας ὑπό τινι, ἄγειν ὑπὸ τὴν ἐξουσίαν τινός..., ὑποτάσσειν εἴς τινα, Δημ. 241, ἐν τέλ.· οὕτω, π. τινας ἐπί τινι ὁ αὐτ. 1341. 15. ― Μέσ., ποιεῖσθαι ὑπ’ ἑωυτῷ Ἡρόδ. 1. 201., 5. 103, κτλ.· ὑπὸ χεῖρα Ξεν. Ἀγησ. 1. 22· ποιεῖσθαί τινας ἐς φυλακήν, ἐς ἀσφάλειαν Θουκ. 3. 3., 8. 1· τινὰς ἐς ταὸ συμμαχικὸν Ἡρόδ. 9. 106· ἐν ὀργῇ π. τινα Δημ. 14. 2· τὰ λεπτὰ πλοῖα ἐντὸς ποιοῦντες, τοποθετοῦντες εἰς τὸ [[μέσον]], Θουκ. 2. 83, πρβλ. 6. 67· π. τινα [[ἐκποδών]], ἴδε ἐν λ. [[ἐκποδών]]· ποιήσασθαι [[ὄπισθεν]] τὸν ποταμόν, νὰ παρατάξωσιν ἑαυτοὺς [[οὕτως]], [[ὥστε]] νὰ ἔχωσιν [[ὄπισθεν]] τὸν ποταμόν, Ξεν. Ἀνάβ. 1. 10. 9, πρβλ. 6. 3, 18. V. ἐν τῷ μέσ., [[ὑπολαμβάνω]], [[νομίζω]], θεωρῶ, [[λογίζομαι]], ἐκτιμῶ τι ὡς..., συμφορὴν ποιοῦμαί τι, θεωρῶ τι ὡς συμφοράν, Ἡρόδ. 1. 83., 6. 61· δεινὸν ποιοῦμαί τι, θεωρῶ τι ὡς δεινόν, ὡς βαρὺ [[πρᾶγμα]], Λατ. aegre ferre, ὁ αὐτ. 1. 127, κτλ., (σπανίως ἐν τῷ ἐνεργ., δεινὸν ποιεῖν ὁ αὐτ. 2. 121, 5, Θουκ. 5. 42)· μέγα π., μετ’ ἀπαρ., θεωρῶ τι [[λίαν]] σπουδαῖον νά..., Ἡρόδ. 8. 3· ὁ μὲν δὴ ἁλιεὺς μέγα ποιεύμενος [[ταῦτα]] ἤϊε ἐς τὰ [[οἰκία]], θεωρήσας τὴν πρόσκλησιν μεγάλην τιμὴν μετέβη εἰς τὴν οἰκίαν του, 3. 42, κτλ.· μεγάλα ποιησάμενος ὅτι... ὁ αὐτὸς 1. 119· [[ἕρμαιον]] ποιοῦμαί τι, λογίζομαί τι ὡς καθαρὸν [[κέρδος]], Πλάτ. Γοργ. 489C· οὐκ ἀνάσχετον π. τι Θουκ. 1. 118, κτλ. ― [[συχν]]. [[μετὰ]] προθέσ., δι’ οὐδενὸς ποιεῖ, = παρ’ οὐδὲν ποιεῖ Σοφ. Ο. Κ. 584· ― ἐν ἐλαφρῷ, ἐν ὁμοίῳ π. Ἡρόδ. 1. 118., 7. 138· ἐν σμικρῷ Σοφ. Φιλ. 498· ἐν ὀλιγωρίᾳ Θουκ. 4. 5· ἐν ὀργῇ Δημ. 14. 2· ἐν νόμῳ π., θεωρῶ τι ὡς νόμιμον, Ἡρόδ. 1. 131· ἐν ἀδείῃ π., [[νομίζω]] ἀσφαλές, ὁ αὐτ. 9. 42· ― παρ’ ὀλίγον, παρ’ οὐδὲν π. τι Ξεν. Ἀνάβ. 6. 4, 11, κτλ.· ― περὶ πολλοῦ π., Λατ. magni facere, Λυσ. 91. 1, κτλ.· περὶ πλείονος, περὶ πλείστου π. ὁ αὐτ. 143. 29, κτλ.· περὶ ὀλίγου, περὶ ἐλάττονος Ἰσοκρ. 370C, 383B· (σπανίως, πολλοῦ π. τι Πλάτ. Πρωτ. 328D)· ― πρὸ πολλοῦ π. τι, μετ’ ἀπαρ., Ἰσοκρ. 110Β. VI. ὑποθέτω ὅτι..., ποιήσας ἀν’ [[ὀγδοήκοντα]] ἄνδρας ἐνεῖναι Ἡρόδ. 7. 184, πρβλ. 186, Ξεν. Ἀνάβ. 5. 7, 9· ποιώμεθα τὸν φιλόσοφον νομίζειν Πλάτ. Πολ. 581D (οὕτω παρὰ Λατ. Deos esse faciamus, Κικ. Ν. D. 1. 30)· ― καὶ [[ἄνευ]] ἀπαρ., ἐν ἑκάστῃ ψυχῇ ποιήσωμεν περιστερεῶνά τινα (ἐξυπ. [[εἶναι]]) Πλάτ. Θεαίτ. 197D. ― Παθ., πεποιήσθω δή, ἂς ὑποτεθῇ λοιπόν, [[αὐτόθι]] Ε· οἱ φιλοσοφικώτατοι ποιούμενοι, οἱ νομιζόμενοι ὅτι [[εἶναι]]..., ὁ αὐτ. Πολ. 498Α, πρβλ. 538C, 573Β. VIΙ. ἐπὶ χρόνου οὐδ’ ἐποίησαν χρόνον οὐδένα, οὐδὲ κατ’ οὐδένα τρόπον ἠργοπόρησαν, Δημ. 392. 17· ([[οὕτως]] ὁ Σενέκας paucissimos dies facere)· νῦν οὖν λέγε, πότερα ἀφίης με ἢ μέσας ποιήσεις νύκτας; θὰ μὲ ἀφήσῃς ἢ θὰ κάμῃς νὰ γείνῃ μεσονύκτιον; Πλάτ. Φίληβ. 50D, πρβλ. Ἀνθ. Π. 11. 85· ἐποίησαν μὲν γὰρ ἔξω μέσων νυκτῶν [[εἶναι]] τὴν ὥραν, ἔκαμαν νὰ παρέλθῃ τὸ μεσονύκτιον, Δημ. 1265. 3· τὴν νύκτα ἐφ’ ὅπλοις ποιοῦμαι, [[διέρχομαι]] αὐτὴν [[ἔνοπλος]], Θουκ. 7. 28· [[ἐντεῦθεν]], [[βραδύνω]], ἀργοπορῶ, [[παραμένω]], μῆνας τέσσαρας Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 6. 1, ἐν τέλ., πρβλ. Ἀνθ. Π. 11. 330. VΙΙΙ. ἐν τῇ Ἀλεξανδρ. Ἑλληνικῇ, [[προσφέρω]], ὡς τὸ Λατ. facere, ποιεῖν, παραπλήσιον τῷ ῥέζειν ἑκατόμβας, ποιήσει κάρπωσιν [[ὑπὲρ]] ὑμῶν Ἑβδ. (Ἰὼβ ΜΒ΄. 8)· [[μετὰ]] δοτ., ἐποίησε τῇ Ἀστάρτῃ, προσήνεγκε θυσίαν τῇ Ἀστ. (Γ΄ Βασιλ. ΙΑ΄, 33). ΙΧ. [[παρασκευάζω]], [[ἑτοιμάζω]] π. χ. τροφήν, καὶ ποίησον [[ἐγκρυφίας]] Ἑβδ. (Γέν. ΙΗ΄, 7 κἑξ.). Χ. ποιῶ βασιλέα, ἐκτελῶ τὰ βασιλικά μου καθήκοντα, σὺ νῦν οὕτω ποιεῖς βασιλέα ἐπὶ Ἰσραήλ; κατὰ τοῦτον τὸν τρόπον κάμνεις τὸν βασιλέα εἰς τὸν Ἰσραήλ; οὕτω βασιλεύεις; Ἑβδ. (Γ΄ Βασιλ. Κ΄, 7). Β. σχεδὸν ὡς τὸ [[πράσσω]], ἀντίθετον τῷ [[πάσχω]], οὐδὲν ἂν ὧν νυνὶ πεποίηκεν ἔπραξεν Δημ. 41. 21· περὶ ὧν πράττειν καὶ μέλλει ποιεῖν ὁ αὐτ. 90. 15, πρβλ. 245. 27 κἑξ.· κακόν, ἀγαθὸν ἢ κακά, ἀγαθὰ ποιεῖν Ὅμ.· ἄριστα πεποίηται Ἰλ. Ζ. 56· πλείονα χρηστὰ περὶ τὴν πόλιν Ἀριστοφ. Ἱππ. 811· τὰ δίκαιά τινι Δημ. 460. 26· ἅμα [[ἔπος]] τε καὶ [[ἔργον]] ἐποίεε Ἡρόδ. 3. 135· Σπαρτιητικὰ ποιέειν, πράττειν ὡς Σπαρτιάτης, ὁ αὐτ. 5. 40· [[οὗτος]] τί ποιεῖς; Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 911, κτλ.· τὸ προσταχθὲν π. Σοφ. Φιλ. 1010· ποιῶ μουσικήν, καταγίνομαι εἰς τὴν μουσικήν. μουσικὴν ποίει καὶ ἐργάζου, ἀσκοῦ, γυμνάζου εἰς τὴν μ., Πλάτ. Φαίδων 60Ε, κτλ.· πᾶν ἢ πάντα π., ἴδε ἐν λ. πᾶς Β. ΙΙΙ. 2, κτλ. 2) [[μετὰ]] διπλῆς αἰτ., ποιῶ τι εἴς τινα, κακὰ ἢ ἀγαθὰ ποιεῖν τινα, πρῶτον παρ’ Ἡροδ. 3. 75 κτλ.· ἀγαθόν, κακὸν π. τινα Ἰσοκρ. 357Β, κτλ.· μεγάλα τὴν πόλιν ἀγαθὰ Δείναρχ. 92. 17 (οὕτω καὶ εὖ, κακῶς π. τινα Ξεν. Ἀπομν. 2. 3, 8, Δημ. 14. 8, κτλ.)· [[ταῦτα]] τοῦτον ἐποίησα Ἡρόδ. 1. 115· ὅ τι χρῆμά με ποιεῖς Ἀριστοφ. Σφ. 697, πρβλ. Νεφ. 259 [[ὡσαύτως]] ἐπὶ πραγμάτων, [[ἀργύριον]] τωὐτὸ τοῦτο ἐποίεε, τὸ αὐτὸ ἔκαμνε μὲ τὸ [[ἀργύριον]], Ἡρόδ. 4. 166· ― σπανιώτερον [[μετὰ]] δοτ. προσ., τῷ τεθνεῶτι μηδὲν τῶν νομιζομένων π. Ἰσαῖ. 48. 24· ἵππῳ [[τἀναντία]] Ξεν. Ἱππ. 9, 12, πρβλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 388, Δημ. 855, 15· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, φίλα ποιεῖσθαί τινι Ἡρόδ. 5. 37. 3) μετ’ ἐπιρρ. ὧδε ποίησον, οὕτω πρᾶξον, Ἡρόδ. 1. 112· πῶς ποιήσεις; πῶς θὰ ἐνεργήσῃς; Σοφ. Ο. Κ. 652, πρβλ. *[[εἴδω]] Β. 7· πῶς δεῖ ποιεῖν περὶ θυσίας Ξεν. Ἀπομν. 1. 3, 1· ποίει [[ὅπως]] βούλει ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 1. 4, 9· μὴ ἄλλως π. Πλάτ. Πολ. 328D· πρὸς τοὺς πολεμίους πῶς ποιήσουσιν [[αὐτόθι]] 469Β· ὀρθῶς π. [[αὐτόθι]] 403Ε· εὖ κακῶς π. τινα, ἴδε ἀνωτ. 2· ― [[συχν]]. [[μετὰ]] μετοχ., εὖ ἐποίησας ἀπικόμενος Ἡρόδ. 5. 24, πρβλ. Πλάτ. Φαίδωνα 60C· [[καλῶς]] ποιεῖς προνοῶν Ξεν. Κύρ. 7. 4, 13· [[οἷον]] ποιεῖς [[ἡγούμενος]] Πλάτ. Χαρμ. 166C· [[καλῶς]] ποιῶν, [[ἐνίοτε]] σχεδὸν κεῖται ὡς ἐπίρρ., [[καλῶς]] γ’, ἔφη, ποιῶν σὺ Πλάτ. Συμπ. 174Ε· [[καλῶς]] ποιοῦντες... πράττετε Δημ. 490. 16, πρβλ. 17. 10· εὖ ποιοῦν, εὐτυχῶς, ὁ αὐτ. 667. 18. 4) ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, τὸ ποιεῖν, ὡς τὸ Λατ. facere, δύναται νὰ τεθῇ ἐν τῇ δευτέρᾳ προτάσει πρὸς ἀποφυγὴν ἐπαναλήψεως τοῦ ἐν τῇ πρώτῃ προτάσει ῥήματος, ἐρώτησον αὐτούς· [[μᾶλλον]] δ’ ἐγὼ τοῦθ’ [[ὑπὲρ]] σοῦ ποιήσω, θὰ τὸ κάμω ἀντὶ σοῦ, Δημ. 242, 28, πρβλ. Ἡρόδ. 5. 97, Θουκ. 5. 70, Ἰσαῖ. 67. 6. ΙΙ. ἀπολ., ἐνεργῶ, [[πράττω]], ποιέειν ἢ [[παθέειν]] προκέεται ἀγὼν Ἡρόδ. 7. 11, πρβλ. Ἰσοκρ. 199D· ― ἐπὶ φαρμάκου, ἐνεργῶ, [[φέρω]] [[ἀποτέλεσμα]], Πλάτ. Φαίδων 117Β λουτρὰ κάλλιστα ποιοῦντα πρὸς νόσους Στράβ. 234. 2) παρὰ Θουκ. εὕρηται τὸ [[ῥῆμα]] τοῦτο ἐν ἰδιαιτέρᾳ τινὶ χρήσει: ἡ [[εὔνοια]] παρὰ πολὺ ἐποίει ἐς τοὺς Λακεδαιμονίους, ἡ [[εὔνοια]] [τῶν ἀνθρώπων] παρὰ πολὺ ἔκλινε πρὸς τοὺς Λακεδ., ὡς παρὰ Λατ. τὸ facere cum aliquo, 2. 8· [[οὕτως]] ἀπροσώπ., ἐπὶ πολὺ ἐποίει τῆς δόξης τοῖς μὲν ἠπειρώταις [[εἶναι]], τοῖς δέ..., ὁ [[καθόλου]] χαρακτὴρ τῶν μὲν ἦτο νὰ [[εἶναι]] χερσαῖοι, τῶν δέ..., 4. 12· τοῦτο δὲ μιμεῖται ὁ Ἀρρ. ἐν Ἀν. 2. 2, Ἀππ. Ἐμφύλ. 1. 82. ― Ἡ [[ἔννοια]] αὕτη τοῦ [[ποιέω]] πλησιάζει πρὸς τὴν τοῦ [[πράσσω]]. Ἡ [[κυρία]] διαφορὰ μεταξὺ αὐτῶν [[εἶναι]] ὅτι τὸ μὲν [[ποιέω]] σημαίνει [[κάμνω]], [[παράγω]], Λατ. facere, τὸ δὲ [[πράσσω]] [[πράττω]], ἐνεργῶ, Λατ. agere, πρβλ. [[ποίησις]], [[ποιητικός]]. Ἔτι δὲ καὶ ἐν φράσει [[ἔνθα]] τὸ [[ποιέω]] καὶ τὸ [[πράσσω]] [[εἶναι]] ἀμφότερα δεκτά, παρατηρεῖται ἡ [[διάκρισις]] αὕτη (ἴδε ἀνωτ. Β. 1)· [[ἐντεῦθεν]], ποιῶ εἰρήνην, [[συνάπτω]] εἰρήνην, [[κάμνω]] εἰρήνην, [[πράττω]] εἰρήνην, ἐνεργῶ [[ὥστε]] νὰ κάμω αὐτήν, [[διαπραγματεύομαι]]· [[προσέτι]] τὸ [[ποιέω]] ἀείποτε ἀντίκειται τῷ πάσχῳ, καὶ [[οὐδέποτε]] μεταβαίνει εἰς ἀμετάβ. σημασίαν προσεγγίζουσιν αὐτῷ ὡς τὸ [[πράσσω]] (IV). ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρήσεις σ. 413. 479, ἐν Ἀθηνᾶς Γ΄, σ. 320, τ. Δ΄, σ. 62, 173. τ. Ε΄, σ. 174 κἑξ., 231 κἑξ., 178 κἑξ., κλπ. τ. Ζ΄, σ. 74.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>impf.</i> ἐποίουν, <i>f.</i> ποιήσω, <i>ao.</i> ἐποίησα, <i>pf.</i> πεποίηκα;<br /><i>Pass. f.</i> ποιηθήσομαι, <i>ao.</i> ἐποιήθην, <i>pf.</i> πεποίημαι;<br />faire :<br /><b>I.</b> fabriquer, exécuter, confectionner : ποιεῖν [[δῶμα]] [[θεῶν]] IL bâtir une demeure pour chacun des dieux ; [[τεῖχος]] IL construire un mur ; <i>en parl. d’œuvres d’art</i> [[εἴδωλον]] OD fabriquer une statue ; ποιεῖν [[τι]] ἔκ τινος <i>ou</i> [[τί]] τινος confectionner qch avec qch;<br /><b>II.</b> créer, produire :<br /><b>1</b> <i>en parl. de l’homme</i> engendrer <i>(d’ord. en ce sens le Moyen)</i>;<br /><b>2</b> <i>en parl. de la femme</i> enfanter;<br /><b>3</b> <i>en parl. du sol, des plantes, etc.</i> οὐδὲν ποιεῖν [[ἐκ]] τῆς γῆς XÉN ne rien tirer de la terre;<br /><b>4</b> <i>p. anal. en parl. de choses</i> ποιεῖν [[ἀργύριον]] DÉM produire <i>ou</i> rapporter de l’argent;<br /><b>5</b> faire naître, causer <i>en gén.</i> : ποιεῖν στόνον SOPH faire naître des gémissements ; ποιεῖν φόβον IL faire naître la peur ; ποιεῖν [[νόημα]] ἐνὶ φρεσίν OD <i>ou abs.</i> ἐνὶ φρεσὶ ποιεῖν IL mettre une pensée dans l’âme ; mettre dans tel ou tel état, faire devenir, rendre : ποιεῖν ἐπὶ [[τοῦ]] ξηροῦ [[τὰς]] [[ναῦς]] THC mettre les vaisseaux à sec ; ποιεῖν τινα [[ἐς]] φυλακήν THC mettre qqn en prison ; ποιεῖν [[ἔξω]] XÉN mettre dehors ; <i>avec une</i> prop. inf. : θεοί [[σε]] ποίησαν [[ἱκέσθαι]] [[ἐς]] οἶκον OD les dieux ont permis que tu revinsses chez toi ; ποιεῖν κλαίειν τινά XÉN faire pleurer qqn ; ποιῶ [[ὅκως]] [[ἔσται]] ἡ Ἰωνίη ἐλευθέρη HDT je fais en sorte que l’Ionie soit libre ; πάντων ἑαυτὸν δεσπότην XÉN se rendre maître de tout ; [[ἅμα]] [[ἔπος]] [[τε]] καὶ [[ἔργον]] ποιεῖν HDT faire en même temps qu’on dit ; ποιεῖν τὰ τεταγμένα [[τῇ]] πόλει XÉN faire ce que l’État prescrit ; ποεῖν τὰ δέοντα XÉN faire ce qu’il faut ; <i>en parl. d’actes de la vie publique ou religieuse</i> ποιεῖν ἱρά HDT faire des sacrifices ; ποιεῖν μυστήρια THC accomplir des mystères ; ποιεῖν [[Ἴσθμια]], [[Πύθια]] XÉN célébrer les jeux Isthmiques, Pythiques ; ποιεῖν εἰρήνην AR faire la paix pour d’autres, <i>p. opp. à</i> ποιεῖσθαι εἰρήνην THC conclure la paix pour soi <i>ou</i> l’un avec l’autre ; <i>p. suite</i> ποιεῖν <i>avec un subst. forme une locut. équival. à un verbe de même radical que ce subst.</i> : ποιεῖν θυσίαν XÉN = θύειν, faire un sacrifice ; ποιεῖν ἐκκλησίαν THC = ἐκκληθιάζειν, tenir une assemblée ; ποιεῖν θήραν XÉN = θηρᾶν, aller à la chasse ; <i>abs.</i> faire, agir, se tirer d’une difficulté, avec un adv. : [[πῶς]] ποιήσεις ; SOPH comment feras-tu ? comment agiras-tu ? [[πῶς]] [[δεῖ]] ποιεῖν περὶ θυσίας ; XÉN comment faut-il se comporter au sujet d’un sacrifice ? ποίει [[ὅπως]] [[βούλει]] XÉN fais comme tu voudras ; [[εὖ]] ἐποίησας ἀφικόμενος HDT tu as bien fait de venir ; [[καλῶς]] ποιεῖς προνοῶν XÉN tu fais bien de prendre garde ; ποιεῖν φίλους [[πλεῖστα]] ἀγαθά XÉN faire beaucoup de bien à ses amis ; [[κακῶς]] ποιεῖν τινα PLAT faire du mal à qqn ; τινα [[εὖ]] ποιεῖν PLAT faire du bien à qqn;<br /><b>6</b> <i>abs.</i> agir, <i>p. opp. à</i> [[πάσχω]], être passif;<br /><b>III.</b> agir, être efficace : ἡ [[εὔνοια]] [[τῶν]] ἀνθρώπων ἐποίει [[μᾶλλον]] [[ἐς]] τοὺς Λακεδαιμονίους THC la faveur du public se portait (<i>litt.</i> agissait) plutôt dans le sens des Lacédémoniens ; <i>en parl. de remèdes</i> agir, être efficace;<br /><b>IV.</b> composer un poème : ποιεῖν Θεογονίην Ἕλλησι HDT faire aux Grecs la généalogie de leurs dieux, <i>càd</i> créer, inventer, composer une Théogonie ; composer <i>en gén.</i> ποιεῖν ποιήματα PLAT composer des poèmes ; <i>abs.</i> composer en vers : ποιεῖν [[εἴς]] τινα PLAT composer des vers en l’honneur de qqn ; μῦθον ποιεῖν PLAT mettre une fable en vers ; περὶ [[θεῶν]] λέγειν καὶ ποιεῖν PLAT parler en prose et en vers sur les dieux ; <i>particul.</i><br /><b>1</b> imaginer, inventer, créer : ὀνόματα ARSTT des mots;<br /><b>2</b> supposer : ποιῶ δ’ [[ὑμᾶς]] ἐξαπατηθέντας XÉN je suppose que vous avez été trompés;<br /><b>3</b> prendre comme, estimer, juger : δεινὰ ποιεῖν HDT prendre mal qch, être mécontent;<br /><b>V.</b> procurer, produire : ἄδειαν THC assurer l’impunité ; ἀργύριόν τινι ποιεῖν DÉM rapporter de l’argent à qqn ; <i>en prose, à la place d’un autre verbe déjà exprimé, comme en fr. le verbe</i> faire : ἐρώτησον αὐτούς· [[μᾶλλον]] δ’ ἐγὼ τοῦθ’ ὑπὲρ [[σοῦ]] ποιήσω (<i>càd</i> ἐρωτήσω) DÉM demande-leur, <i>ou</i> plutôt je ferai cela moi-même (<i>càd</i> je le demanderai) à ta place;<br /><i><b>Moy.</b></i> ποιέομαι-ποιοῦμαι (<i>f.</i> ποιήσομαι, <i>ao.</i> ἐποιησάμην);<br /><b>I.</b> faire pour soi, fabriquer dans son intérêt, selon son goût, par soi-même : [[σχεδίην]], [[ἱστία]] OD se construire un radeau, des mâts ; πέπλον IL se confectionner un péplum;<br /><b>II.</b> se faire faire <i>ou</i> confectionner;<br /><b>1</b> <i>en gén.</i> ὅπλα XÉN des armes ; τὸ μὲν [[ἀνάθημα]] ποιησάμενος XÉN après en avoir fait faire une offrande;<br /><b>2</b> créer pour soi, se procurer, acquérir : ποιεῖσθαι παῖδα XÉN créer un enfant ; ποιεῖσθαι φίλον XÉN se procurer un ami ; ποιεῖσθαί τινα ἄκοιτιν <i>ou</i> ἀκοίτην IL, OD prendre qqn pour épouse <i>ou</i> pour époux ; ποιεῖσθαί τινα υἱόν IL, θυγατέρα ποιεῖσθαί τινα HDT adopter qqn pour son fils, pour sa fille ; de même : ὑπ’ ἑωυτῷ ποιεῖσθαί τινα <i>ou</i> [[τι]] HDT s’assurer la soumission de qqn <i>ou</i> la possession de qch ; [[ἑωυτοῦ]] ποιεῖσθαί τινα <i>ou</i> [[τι]] HDT <i>m. sign.</i><br /><b>3</b> faire pour soi <i>ou</i> faire soi-même ; <i>en ce sens</i> ποιεῖσθαι <i>forme avec son rég. une locut. équival. à un verbe de même radic. que ce rég.</i> : ποιεῖσθαι ὁδόν HDT <i>ou</i> ποιεῖσθαι ὁδοιπορίην HDT = ὁδοιπορεῖν, faire une marche, un trajet ; ποιεῖσθαι πλόον HDT = [[πλεῖν]], naviguer ; <i>de même avec</i> [[διά]] : ποιεῖσθαι δι’ ἀγγέλου HDT faire annoncer ; ποιεῖσθαι διὰ χρηστηρίων HDT faire répondre <i>ou</i> annoncer par des oracles;<br /><b>4</b> apprécier, juger, regarder comme ; <i>propr.</i> se faire l’idée que, se figurer : συμφόραν ποιεῖσθαί [[τι]] HDT regarder qch comme un malheur ; εὕρημά [[τι]] ποιεῖσθαι XÉN regarder qch comme une découverte ; [[μέγα]] <i>ou</i> [[μεγάλα]] ποιεῖσθαί [[τι]] HDT regarder qch comme grand <i>ou</i> important ; δεινὸν ποιεῖσθαί [[τι]] THC regarder qch comme fâcheux, le supporter avec peine ; <i>avec une prép.</i> : περὶ [[πολλοῦ]] ποιεῖσθαι HDT faire grand cas de ; περὶ ὀλίγου ποιεῖσθαι ISOCR faire peu de cas de ; <i>rar. sans prép. avec</i> [[ἐν]] : [[ἐν]] μεγάλῳ ποιεῖσθαι HDT tenir grand compte de ; [[ἐν]] ἐλαφρῷ ποιεῖσθαι HDT faire peu de cas de, traiter légèrement ; <i>avec</i> [[διά]] : δι’ οὐδενὸς ποιεῖσθαί [[τι]] SOPH ne tenir aucun compte de qch ; <i>avec</i> [[παρά]] : παρ’ [[ὀλίγον]] ποιεῖσθαί [[τι]] XÉN faire peu de cas de.<br />'''Étymologie:''' [[ποῖος]].
}}
}}