Anonymous

πολυφάρμακος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_17)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολῠφάρμᾰκος''': -ον, ὁ γινώσκων πολλὰ φάρμακα ἢ πολλὰς γοητείας, ἰητροὶ Ἰλ. Π. 28· Κίρκη Ὀδ. Κ. 276· Παιὼν Σόλων 12. 57· ― ἐπὶ χωρῶν ἢ τόπων, ὁ ἔχων ἀφθονίαν ἰαματικῶν ἢ δηλητηριωδῶν φαρμάκων, Τυρρηνία Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 15, 1· [[ὡσαύτως]], δυνάμεις π. Πλούτ. 2. 408Β.
|lstext='''πολῠφάρμᾰκος''': -ον, ὁ γινώσκων πολλὰ φάρμακα ἢ πολλὰς γοητείας, ἰητροὶ Ἰλ. Π. 28· Κίρκη Ὀδ. Κ. 276· Παιὼν Σόλων 12. 57· ― ἐπὶ χωρῶν ἢ τόπων, ὁ ἔχων ἀφθονίαν ἰαματικῶν ἢ δηλητηριωδῶν φαρμάκων, Τυρρηνία Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 15, 1· [[ὡσαύτως]], δυνάμεις π. Πλούτ. 2. 408Β.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> abondant en remèdes <i>ou</i> en poisons;<br /><b>2</b> habile à connaître <i>ou</i> à employer les remèdes <i>ou</i> les poisons.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[φάρμακον]].
}}
}}