Anonymous

πορεῖον: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_21)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πορεῖον''': τό, ([[πορεύω]]) [[μέσον]] μεταφορᾶς ἢ μεταβάσεως, [[ὄχημα]], Λατ. vehiculum, Πλάτ. Νόμ. 678D, Τίμ. 44Ε, Πολυβ. κτλ.· πρβλ. [[πορήιον]].
|lstext='''πορεῖον''': τό, ([[πορεύω]]) [[μέσον]] μεταφορᾶς ἢ μεταβάσεως, [[ὄχημα]], Λατ. vehiculum, Πλάτ. Νόμ. 678D, Τίμ. 44Ε, Πολυβ. κτλ.· πρβλ. [[πορήιον]].
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />ressources pour un voyage <i>ou</i> moyen de transport (char, vaisseau, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[πορεύω]].
}}
}}