Anonymous

προγεύομαι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_14)
 
(Bailly1_4)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''προγεύομαι''': μέσ., γεύομαι, [[δοκιμάζω]] πρότερον, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 11, 3, Πλούτ. 2. 49Ε, κτλ.
|lstext='''προγεύομαι''': μέσ., γεύομαι, [[δοκιμάζω]] πρότερον, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 11, 3, Πλούτ. 2. 49Ε, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=goûter auparavant.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], γεύομαι.
}}
}}