Anonymous

πολύφημος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_6)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολύφημος''': Δωρ. -φᾱμος, ον, «ὁ πολλὰς φήμας εἰδώς, ἢ ὁ πολλοὺς φημίζων ἢ ὁ ὑπὸ πολλῶν τοῦτο πάσχων κτλ.» (Εὐστ.), [[πολύφημος]] ἀοιδὸς Ὀδ. Χ. 376· [[ὡσαύτως]], [[θρῆνος]] Πινδ. Ι. 8 (7), 128· πρβλ. [[πολύφατος]]. ΙΙ. ὁ ἐκ πολλῶν φωνῶν ἀποτελούμενος, [[θορυβώδης]], [[πολυλόγος]], ἀγορὴν πολύφημον ἱκέσθην Ὀδ. Β. 150· ἐς πολύφημον [[ἐξενεῖκαι]], δηλ. εἰς τὴν ἀγοράν, Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 5. 79. ΙΙΙ. ὁ περὶ οὗ πολὺς [[λόγος]] γίνεται, [[περίφημος]], ὁδὸς Ξενοφάν. παρὰ Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 111· ὁ π. καὶ [[πολυώνυμος]] [[σοφός]], μνημονεύεται ἐκ τοῦ Φίλωνος.
|lstext='''πολύφημος''': Δωρ. -φᾱμος, ον, «ὁ πολλὰς φήμας εἰδώς, ἢ ὁ πολλοὺς φημίζων ἢ ὁ ὑπὸ πολλῶν τοῦτο πάσχων κτλ.» (Εὐστ.), [[πολύφημος]] ἀοιδὸς Ὀδ. Χ. 376· [[ὡσαύτως]], [[θρῆνος]] Πινδ. Ι. 8 (7), 128· πρβλ. [[πολύφατος]]. ΙΙ. ὁ ἐκ πολλῶν φωνῶν ἀποτελούμενος, [[θορυβώδης]], [[πολυλόγος]], ἀγορὴν πολύφημον ἱκέσθην Ὀδ. Β. 150· ἐς πολύφημον [[ἐξενεῖκαι]], δηλ. εἰς τὴν ἀγοράν, Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 5. 79. ΙΙΙ. ὁ περὶ οὗ πολὺς [[λόγος]] γίνεται, [[περίφημος]], ὁδὸς Ξενοφάν. παρὰ Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 111· ὁ π. καὶ [[πολυώνυμος]] [[σοφός]], μνημονεύεται ἐκ τοῦ Φίλωνος.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> où l’on échange beaucoup de discours;<br /><b>2</b> qui parle beaucoup, abondant en récits.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[φήμη]].
}}
}}