Anonymous

πρηών: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_22)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πρηών''': -ῶνος, ὁ, Ἐπικ. [[τύπος]] τοῦ [[πρών]], ὡς δ’ ὅτ’ ἀπὸ μεγάλου πέτρη πρηῶνος ὀρούσῃ Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 437, πρβλ. Κόλουθ. 14 καὶ 102, Νικ. Ἀλεξιφ. 104· δοτ. πληθ. πρηόσιν ἐν Καλλ. Ἀρτέμ. 52· ― πρβλ. [[πρεών]].
|lstext='''πρηών''': -ῶνος, ὁ, Ἐπικ. [[τύπος]] τοῦ [[πρών]], ὡς δ’ ὅτ’ ἀπὸ μεγάλου πέτρη πρηῶνος ὀρούσῃ Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 437, πρβλ. Κόλουθ. 14 καὶ 102, Νικ. Ἀλεξιφ. 104· δοτ. πληθ. πρηόσιν ἐν Καλλ. Ἀρτέμ. 52· ― πρβλ. [[πρεών]].
}}
{{bailly
|btext=ῶνος (ὁ) :<br />roche escarpée, pic ; colline.<br />'''Étymologie:''' épq. c. [[πρών]].
}}
}}