Anonymous

προμανθάνω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_2)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προμανθάνω''': [[μανθάνω]] [[προηγουμένως]], καὶ (ἐν τῷ ἀορ.) γινώσκω [[προηγουμένως]], Πινδ. Ο. 8. 79, καὶ Ἀττ.· [[οὔτε]] πρ. τι οὔτ’ ἐπιμαθὼν Θουκ. 1. 138. ― μετ’ αἰτ., προδιδάσκομαι, [[συνηθίζω]] ἐκ τῶν προτέρων, ἄθλους προμαθεῖν Εὐρ. Ἀποσπ. 904. 10· ᾆσμα, Ἀριστοφ. Νεφ. 966· μαθήματα Πλάτ. Νόμ. 643C· μετ’ ἀπαρ. προὔμαθον στέργειν τάδε Σοφ. Φιλ. 538.
|lstext='''προμανθάνω''': [[μανθάνω]] [[προηγουμένως]], καὶ (ἐν τῷ ἀορ.) γινώσκω [[προηγουμένως]], Πινδ. Ο. 8. 79, καὶ Ἀττ.· [[οὔτε]] πρ. τι οὔτ’ ἐπιμαθὼν Θουκ. 1. 138. ― μετ’ αἰτ., προδιδάσκομαι, [[συνηθίζω]] ἐκ τῶν προτέρων, ἄθλους προμαθεῖν Εὐρ. Ἀποσπ. 904. 10· ᾆσμα, Ἀριστοφ. Νεφ. 966· μαθήματα Πλάτ. Νόμ. 643C· μετ’ ἀπαρ. προὔμαθον στέργειν τάδε Σοφ. Φιλ. 538.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> προμαθήσομαι, <i>ao.2</i> [[προὔμαθον]], <i>etc.</i><br />apprendre d’avance ; <i>à l’ao.2</i> avoir appris d’avance, savoir, acc..<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[μανθάνω]].
}}
}}