Anonymous

προμελετάω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_23)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προμελετάω''': μελετῶ [[προηγουμένως]], ἃ δεῖ λέγειν Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 117· τὴν μέθοδον Πλάτ. Σοφ. 218D· μετ’ ἀπαρ., πρ. ἐλαύνειν Ξεν. Ἀθην. 1. 20· ― ἀπολ., Ἀριστοφ. Θεσμ. 1177, Πολύβ. 10. 47, 3.
|lstext='''προμελετάω''': μελετῶ [[προηγουμένως]], ἃ δεῖ λέγειν Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 117· τὴν μέθοδον Πλάτ. Σοφ. 218D· μετ’ ἀπαρ., πρ. ἐλαύνειν Ξεν. Ἀθην. 1. 20· ― ἀπολ., Ἀριστοφ. Θεσμ. 1177, Πολύβ. 10. 47, 3.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />s’exercer d’avance à, acc..<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[μελετάω]].
}}
}}