Anonymous

προσδέχομαι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_6)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προσδέχομαι''': ἐν τῷ πεζῷ Ἰων. λόγῳ [[προσδέκομαι]]· μέλλ. -δέξομοι· ἐν χρήσει παρ’ Ὁμήρ. μόνον ἐν τῇ Ἐπικ. μετοχ. τοῦ ἀορ. συγκεκομμ. [[ποτιδέγμενος]], ἴδε κατωτ. ΙΙ· ἀόρ. α΄ προσεδέχθην ἐπὶ παθ. σημασ., Δίοδ. 15. 70. ― ἀποθ. Κυρίως, [[δέχομαι]] εὐχαρίστως, εὐμενῶς, [[παραδέχομαι]], [[ἀποδέχομαι]], τὸ ἐκ Δελφῶν [[[χρηστήριον]]] Ἡρόδ. 1. 48, κτλ.· [[δέχομαι]] φιλοξένως, [[ἀποδέχομαι]], Σοφ. Ο. Τ. 1428, Εὐρ. Φοίν. 1706· ζῶνθ’ Ἡρακλῆ Σοφ. Τρ. 233· ― πρ. ἐς τὴν πόλιν, [[παραδέχομαι]], Θουκ. 2, 12· [[δέχομαι]] νὰ παρουσιασθῇ τις [[πρός]] με, ἐπὶ βασιλέως, Ξεν. Κύρ. 7. 5, 37, πρβλ. Ἑλλ. 1. 5, 9. 2) [[παραδέχομαι]] εἰς τὴν πολιτείαν, [[δέχομαι]] ὡς πολίτην, Πλάτ. Νόμ. 708Α. Δημ. 1317. 6· οὕτω, [[ποία]] δὲ [[χέρνιψ]] φρατέρων προσδέξεται; Αἰσχύλ. Εὐμ. 656· πρ. ξυμμαχίαν Ξεν. Ἑλλην. 7. 4, 2· τὴν φιλίαν, τὰς συνθήκας Πολύβ. 1. 16, 8 καὶ 17, 1· [[ὡσαύτως]], πρ. τινας ἐπί... ὁμολογίαις ὁ αὐτ. 3. 18, 7. 3) ἐπὶ τῆς θηλείας δεχομένης τὸν ἄρρενα, ἡ [[ἵππος]] πρ. τὸν ὄνον Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 23, 7, πρβλ. 6. 21, 7, Ἡρόδ. 2. 121, 5. 4) [[παραδέχομαι]], [[ἀποδέχομαι]] ἐν συζητήσει, προσδ. τὸ [[ψεῦδος]], λόγον ἀληθῆ Πλάτ. Πολ. 485C, 561Β· ― ἐπιδέχομαι, [[μήτε]] γένεσιν [[μήτε]] ὄλεθρον Πλάτ. Φίληβ. 15Β· φθορὰν ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 52Α. 5) [[ἀναλαμβάνω]], [[ἀναδέχομαι]], τὸ [[ἀνάλωμα]] Συλλ. Ἐπιγρ. 1326, ― 28. ΙΙ. ἐν χρήσει παρ’ Ὁμήρ. μόνον ἐν τῇ Ἐπικ. μετοχ. [[ποτιδέγμενος]], περιμένων, προσδοκῶν, [[δῶρον]] Ὀδ. Β. 186· σὴν ὁρμὴν [[αὐτόθι]] 403· σὸν μῦθον Η. 161· ἡμέας Ι. 545· λαῶν ὀτρυντὺν Ἰλ. Τ. 234· ἀγγελίην [[αὐτόθι]] 336· ― μεθ’ Ὅμ., προσδεκομένους τοιοῦτο οὐδὲν Ἡρόδ. 3, 146, πρβλ. Σοφ. Τρ. 15, Εὐρ. Ἄλκ. 131, κτλ.· παρὰ ἃ προσεδέχετο Θουκ. 4. 19· τῷ Νικίᾳ προσδεχομένῳ ἦν, κατὰ τὴν προσδοκίαν [[αὐτοῦ]], ὁ αὐτ. 6. 46· ― μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ. μέλλ., οὐδὲν [[πάντως]] προσεδέκοντο... τὸν στόλον ὁρμήσεσθοι Ἡρόδ. 5. 34, πρβλ. 6. 100., 7. 156, κ. ἀλλ.· πολεμίους παρέσεσθαι Ξεν. Κύρ. 4. 5, 22· [[μετὰ]] μετοχ. μέλλοντ., τοῦτον πρ. ἐπαναστησόμενον Ἡρόδ. 1. 89· πρ. τοὺς πολεμίους, [[περιμένω]], [[ἀναμένω]] αὐτούς, Πολύβ. 2. 69, κτλ. 2) ἀπολ., [[ἀναμένω]] μεθ’ ὑπομονῆς, εἴατ’ ἐνὶ μεγάροις ποτιδέγμεναι Ἰλ. Β. 137, πρβλ. Ι. 628, Ὀδ. Β. 205, κτλ. 3) ἑπομένου τοῦ ὁπότ’ ἄν, μετ’ εὐκτ., Ἰλ. Η. 415· τοῦ εἰ μετ’ εὐκτ., Ὀδ. Ψ. 91. ΙΙΙ. ἐπὶ παθ. σημασ., [[γίνομαι]] [[δεκτός]], [[παραδεκτός]], εἴς τι Ἀριστ. Προβλ. 30. 11.
|lstext='''προσδέχομαι''': ἐν τῷ πεζῷ Ἰων. λόγῳ [[προσδέκομαι]]· μέλλ. -δέξομοι· ἐν χρήσει παρ’ Ὁμήρ. μόνον ἐν τῇ Ἐπικ. μετοχ. τοῦ ἀορ. συγκεκομμ. [[ποτιδέγμενος]], ἴδε κατωτ. ΙΙ· ἀόρ. α΄ προσεδέχθην ἐπὶ παθ. σημασ., Δίοδ. 15. 70. ― ἀποθ. Κυρίως, [[δέχομαι]] εὐχαρίστως, εὐμενῶς, [[παραδέχομαι]], [[ἀποδέχομαι]], τὸ ἐκ Δελφῶν [[[χρηστήριον]]] Ἡρόδ. 1. 48, κτλ.· [[δέχομαι]] φιλοξένως, [[ἀποδέχομαι]], Σοφ. Ο. Τ. 1428, Εὐρ. Φοίν. 1706· ζῶνθ’ Ἡρακλῆ Σοφ. Τρ. 233· ― πρ. ἐς τὴν πόλιν, [[παραδέχομαι]], Θουκ. 2, 12· [[δέχομαι]] νὰ παρουσιασθῇ τις [[πρός]] με, ἐπὶ βασιλέως, Ξεν. Κύρ. 7. 5, 37, πρβλ. Ἑλλ. 1. 5, 9. 2) [[παραδέχομαι]] εἰς τὴν πολιτείαν, [[δέχομαι]] ὡς πολίτην, Πλάτ. Νόμ. 708Α. Δημ. 1317. 6· οὕτω, [[ποία]] δὲ [[χέρνιψ]] φρατέρων προσδέξεται; Αἰσχύλ. Εὐμ. 656· πρ. ξυμμαχίαν Ξεν. Ἑλλην. 7. 4, 2· τὴν φιλίαν, τὰς συνθήκας Πολύβ. 1. 16, 8 καὶ 17, 1· [[ὡσαύτως]], πρ. τινας ἐπί... ὁμολογίαις ὁ αὐτ. 3. 18, 7. 3) ἐπὶ τῆς θηλείας δεχομένης τὸν ἄρρενα, ἡ [[ἵππος]] πρ. τὸν ὄνον Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 23, 7, πρβλ. 6. 21, 7, Ἡρόδ. 2. 121, 5. 4) [[παραδέχομαι]], [[ἀποδέχομαι]] ἐν συζητήσει, προσδ. τὸ [[ψεῦδος]], λόγον ἀληθῆ Πλάτ. Πολ. 485C, 561Β· ― ἐπιδέχομαι, [[μήτε]] γένεσιν [[μήτε]] ὄλεθρον Πλάτ. Φίληβ. 15Β· φθορὰν ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 52Α. 5) [[ἀναλαμβάνω]], [[ἀναδέχομαι]], τὸ [[ἀνάλωμα]] Συλλ. Ἐπιγρ. 1326, ― 28. ΙΙ. ἐν χρήσει παρ’ Ὁμήρ. μόνον ἐν τῇ Ἐπικ. μετοχ. [[ποτιδέγμενος]], περιμένων, προσδοκῶν, [[δῶρον]] Ὀδ. Β. 186· σὴν ὁρμὴν [[αὐτόθι]] 403· σὸν μῦθον Η. 161· ἡμέας Ι. 545· λαῶν ὀτρυντὺν Ἰλ. Τ. 234· ἀγγελίην [[αὐτόθι]] 336· ― μεθ’ Ὅμ., προσδεκομένους τοιοῦτο οὐδὲν Ἡρόδ. 3, 146, πρβλ. Σοφ. Τρ. 15, Εὐρ. Ἄλκ. 131, κτλ.· παρὰ ἃ προσεδέχετο Θουκ. 4. 19· τῷ Νικίᾳ προσδεχομένῳ ἦν, κατὰ τὴν προσδοκίαν [[αὐτοῦ]], ὁ αὐτ. 6. 46· ― μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ. μέλλ., οὐδὲν [[πάντως]] προσεδέκοντο... τὸν στόλον ὁρμήσεσθοι Ἡρόδ. 5. 34, πρβλ. 6. 100., 7. 156, κ. ἀλλ.· πολεμίους παρέσεσθαι Ξεν. Κύρ. 4. 5, 22· [[μετὰ]] μετοχ. μέλλοντ., τοῦτον πρ. ἐπαναστησόμενον Ἡρόδ. 1. 89· πρ. τοὺς πολεμίους, [[περιμένω]], [[ἀναμένω]] αὐτούς, Πολύβ. 2. 69, κτλ. 2) ἀπολ., [[ἀναμένω]] μεθ’ ὑπομονῆς, εἴατ’ ἐνὶ μεγάροις ποτιδέγμεναι Ἰλ. Β. 137, πρβλ. Ι. 628, Ὀδ. Β. 205, κτλ. 3) ἑπομένου τοῦ ὁπότ’ ἄν, μετ’ εὐκτ., Ἰλ. Η. 415· τοῦ εἰ μετ’ εὐκτ., Ὀδ. Ψ. 91. ΙΙΙ. ἐπὶ παθ. σημασ., [[γίνομαι]] [[δεκτός]], [[παραδεκτός]], εἴς τι Ἀριστ. Προβλ. 30. 11.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> recevoir, accueillir (un hôte, <i>etc.</i>) acc. ; faire bon accueil à, agréer volontiers (l’alliance, l’amitié de qqn, <i>etc.</i>);<br /><b>2</b> attendre : σὴν [[ποτιδέγμενος]] <i>(ion.)</i> ὁρμήν OD attendant ton élan, <i>càd</i> ton impulsion ; espérer <i>ou</i> craindre, acc. ; <i>avec une</i> prop. inf., <i>avec</i> ὁπότ’ [[ἄν]] et l’opt. <i>ou</i> [[εἰ]] et l’opt. : attendre que, attendre si.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[δέχομαι]].
}}
}}