Anonymous

πρόσειμι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_5)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πρόσειμι''': ἀπαρ. -εῖναι, πρβλ. [[πρόσειμι]] ([[εἶμι]], ibo) Ι. 2· (εἰμί, sum). Προστίθεμαι εἴς τινα, τινι Ἡρόδ. 2. 99., 7. 173, καὶ Ἀττ.· [[προσυπάρχω]] τινί, [[συνυπάρχω]], [[ἀνήκω]], ἀνδρὶ [[μνήμη]] πρ. Σοφ. Αἴ. 521· [[δέος]], [[αἰσχύνη]], [[δύσνοια]], [[λύπη]] πρ. τινι [[αὐτόθι]] 1079, Ἠλ. 654· οὐχ ἅπαντα τῷ γήρᾳ κακὰ πρ. Εὐρ. Φοίν. 529, πρβλ. Ἰσοκρ. 256C· δυσβουλίᾳ τῆ πόλει πρ. Ἀριστοφ. Νεφ. 588· τῇ βίᾳ πρ. ἔχθραι καὶ κίνδυνοι Ξεν. Ἀπομν. 3. 10, 12· ἐάν... [[θερμότης]] τῷ δίψει προσῇ Πλάτ. Πολ. 437D· ― μετ’ ἀπαρ., πρόσεστι γυναιξί... τίκτειν Πλάτ. Θεαίτ. 150Α. 2) ἀπολ., εἶμαι παρών, εἶμαι [[ἐκεῖ]], εἶμαι πλησίον, προσῆν πλέον [[στύγος]] Αἰσχύν. Ἀγ. 558· ὡς ἂν ἀγνοία προσῇ Σοφ. Φιλ. 129· γνώμη γὰρ εἴ τις κἀπ’ ἐμοῦ... πρ. ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 720· τοῦ λόγου δ’ οὐ χρὴ φθόνον πρ. ὁ αὐτ. Τρ. 251· [[τύχη]] μόνον προσείη Ἀριστοφ. Ὄρν. 1315· πρ. ἡ [[ὕβρις]] καὶ ἔτι ἡ... [[αἰσχύνη]] Δημ. 17. 5· οὐδὲν [[ἄλλο]] προσῆν ὁ αὐτ. 571. 25· τὰ προσόνθ’ ἑαυτῷ, τὰ ἀνήκοντα εἰς αὐτόν, Δημ. 318. 3, πρβλ. 1453. 25· καὶ [[ταῦτα]] προσέσται, καὶ [[ταῦτα]] θὰ [[εἶναι]] ἡμέτερα, Ξεν. Ἑλλ. 3. 1, 28· τὰς τρισχιλίας καὶ τὸ προσόν, καὶ τὸ [[περίσσευμα]], Δημ. 949. 8.
|lstext='''πρόσειμι''': ἀπαρ. -εῖναι, πρβλ. [[πρόσειμι]] ([[εἶμι]], ibo) Ι. 2· (εἰμί, sum). Προστίθεμαι εἴς τινα, τινι Ἡρόδ. 2. 99., 7. 173, καὶ Ἀττ.· [[προσυπάρχω]] τινί, [[συνυπάρχω]], [[ἀνήκω]], ἀνδρὶ [[μνήμη]] πρ. Σοφ. Αἴ. 521· [[δέος]], [[αἰσχύνη]], [[δύσνοια]], [[λύπη]] πρ. τινι [[αὐτόθι]] 1079, Ἠλ. 654· οὐχ ἅπαντα τῷ γήρᾳ κακὰ πρ. Εὐρ. Φοίν. 529, πρβλ. Ἰσοκρ. 256C· δυσβουλίᾳ τῆ πόλει πρ. Ἀριστοφ. Νεφ. 588· τῇ βίᾳ πρ. ἔχθραι καὶ κίνδυνοι Ξεν. Ἀπομν. 3. 10, 12· ἐάν... [[θερμότης]] τῷ δίψει προσῇ Πλάτ. Πολ. 437D· ― μετ’ ἀπαρ., πρόσεστι γυναιξί... τίκτειν Πλάτ. Θεαίτ. 150Α. 2) ἀπολ., εἶμαι παρών, εἶμαι [[ἐκεῖ]], εἶμαι πλησίον, προσῆν πλέον [[στύγος]] Αἰσχύν. Ἀγ. 558· ὡς ἂν ἀγνοία προσῇ Σοφ. Φιλ. 129· γνώμη γὰρ εἴ τις κἀπ’ ἐμοῦ... πρ. ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 720· τοῦ λόγου δ’ οὐ χρὴ φθόνον πρ. ὁ αὐτ. Τρ. 251· [[τύχη]] μόνον προσείη Ἀριστοφ. Ὄρν. 1315· πρ. ἡ [[ὕβρις]] καὶ ἔτι ἡ... [[αἰσχύνη]] Δημ. 17. 5· οὐδὲν [[ἄλλο]] προσῆν ὁ αὐτ. 571. 25· τὰ προσόνθ’ ἑαυτῷ, τὰ ἀνήκοντα εἰς αὐτόν, Δημ. 318. 3, πρβλ. 1453. 25· καὶ [[ταῦτα]] προσέσται, καὶ [[ταῦτα]] θὰ [[εἶναι]] ἡμέτερα, Ξεν. Ἑλλ. 3. 1, 28· τὰς τρισχιλίας καὶ τὸ προσόν, καὶ τὸ [[περίσσευμα]], Δημ. 949. 8.
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span><i>inf.</i> προσεῖναι, <i>impf.</i> προσῆν, <i>f.</i> προσέσομαι;<br /><b>1</b> être le long <i>ou</i> auprès de ; être attaché à, joint à, τινι ; [[τῇ]] βίᾳ πρόσεισιν ἔχρθαι XÉN à la violence sont attachées des haines;<br /><b>2</b> <i>particul.</i> être attaché à qqn, être la propriété de qqn.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[εἰμί]].<br /><span class="bld">2</span><i>impér.</i> πρόσιθι, <i>inf.</i> προσιέναι, <i>impf.</i> προσῄειν, <i>f.</i> [[πρόσειμι]];<br /><b>I.</b> ([[πρός]], vers) aller vers, s’approcher, s’avancer : τινί, s’approcher de qqn ; <i>avec</i> [[εἰς]] <i>ou</i> [[πρός]] et l’acc. ; <i>poét. avec l’acc. seul</i> : [[δῶμα]] ESCHL s’avancer vers une maison ; πρὸς βουλὴν ἢ δῆμον XÉN ; <i>ou</i> avec le dat. : [[τῷ]] δήμῳ XÉN se présenter au sénat, devant le peuple ; πρὸς τὴν πολιτείαν ESCHN, [[τῇ]] πολιτείᾳ PLUT prendre part au gouvernement des affaires ; <i>avec un suj. de chose</i> se présenter (à l’esprit), entrer (dans l’âme), <i>etc. ; en parl. du temps, etc.</i> approcher, s’avancer ; <i>particul.</i> :<br /><b>1</b> s’avancer contre : πόλει, [[πρός]] τινα, [[ἐπί]] τινα contre une ville, contre qqn;<br /><b>2</b> approcher, fréquenter un maître, τινι;<br /><b>II.</b> ([[πρός]], en outre) venir en outre ; être un produit, un revenu.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[εἶμι]].
}}
}}