Anonymous

προσηκόντως: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_6)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προσηκόντως''': Ἐπίρρ., ἁρμοδίως, [[πρεπόντως]], [[καλῶς]], πρ. τῇ πόλει, ὡς ἁρμόζει εἰς τὴν ἀξιοπρέπειαν τῆς πόλεως, Θουκ. 2. 43· οὕτω καὶ Πλάτ. ἐν Νόμ. 659Β, Ἰσοκρ. 32C, 130D, Ὑπερείδ. [[ὑπὲρ]] Εὐξεν. 30, κτλ.
|lstext='''προσηκόντως''': Ἐπίρρ., ἁρμοδίως, [[πρεπόντως]], [[καλῶς]], πρ. τῇ πόλει, ὡς ἁρμόζει εἰς τὴν ἀξιοπρέπειαν τῆς πόλεως, Θουκ. 2. 43· οὕτω καὶ Πλάτ. ἐν Νόμ. 659Β, Ἰσοκρ. 32C, 130D, Ὑπερείδ. [[ὑπὲρ]] Εὐξεν. 30, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />convenablement.<br />'''Étymologie:''' [[προσήκω]].
}}
}}