Anonymous

πόριμος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_15)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πόρῐμος''': -ον, ([[πόρος]]) ὁ δυνάμενος νὰ πορίσῃ, [[πλήρης]] μέσων, [[ἐπινοητικός]], [[πόριμος]] αὑτῷ, τῇ πόλει δ’ [[ἀμήχανος]] Ἀριστοφ. Βάτρ. 1429· [[πόριμος]] [[τόλμα]] ὁ αὐτ. ἐν Εἰρ. 1031· π. ὁ [[ἔρως]] Πλάτ. Συμπ. 203D· [[ῥήτωρ]] [[Πολυδ]]. Δ΄, 34· πρὸς τὰ καλὰ ποριμώτατος Συνέσ. 187Β ― μετ’ αἰτ., ἄπορα [[πόριμος]], ὁ ποιῶν τὰ ἀδύνατα δυνατά, Αἰσχύλ. Πρ. 905. 2) ἐπὶ πραγμάτων, ὁ παρέχων μέσα ἀσφαλείας, [[σωτήριος]], [[ἔργον]] Ἀριστοφ. Θεσμ. 777· ἐπιβολὴ Ἀνών. παρὰ Σουΐδ. 3) παρὰ τοῖς ἰατρικοῖς συγγρ., ὁ εὑρίσκων ἢ παρασκευάζων δίοδον, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 392. ΙΙ. παθ., ὃν δύναταί τις νὰ διέλθῃ, [[δυνατός]], κατορθωτός, ἄπορα. γίγνεται τὰ π. Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. ἐν Προοιμ. 3· ἔρωτι πάντα π. Λουκ. Δημ. Ἐγκώμ. 14. 2) ὁ ἔχων πολλὰς εὐκολίας, ἄφθονα τὰ μέσα, ὡς τὸ [[εὔπορος]]· ποριμώτεροι ἐς πάντα Θουκ. 8. 76· ἐποίησε τὸν ἀνθρώπινον βίον π. ἐξ ἀπόρου Γοργ. Ρητ. 190. 42.
|lstext='''πόρῐμος''': -ον, ([[πόρος]]) ὁ δυνάμενος νὰ πορίσῃ, [[πλήρης]] μέσων, [[ἐπινοητικός]], [[πόριμος]] αὑτῷ, τῇ πόλει δ’ [[ἀμήχανος]] Ἀριστοφ. Βάτρ. 1429· [[πόριμος]] [[τόλμα]] ὁ αὐτ. ἐν Εἰρ. 1031· π. ὁ [[ἔρως]] Πλάτ. Συμπ. 203D· [[ῥήτωρ]] [[Πολυδ]]. Δ΄, 34· πρὸς τὰ καλὰ ποριμώτατος Συνέσ. 187Β ― μετ’ αἰτ., ἄπορα [[πόριμος]], ὁ ποιῶν τὰ ἀδύνατα δυνατά, Αἰσχύλ. Πρ. 905. 2) ἐπὶ πραγμάτων, ὁ παρέχων μέσα ἀσφαλείας, [[σωτήριος]], [[ἔργον]] Ἀριστοφ. Θεσμ. 777· ἐπιβολὴ Ἀνών. παρὰ Σουΐδ. 3) παρὰ τοῖς ἰατρικοῖς συγγρ., ὁ εὑρίσκων ἢ παρασκευάζων δίοδον, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 392. ΙΙ. παθ., ὃν δύναταί τις νὰ διέλθῃ, [[δυνατός]], κατορθωτός, ἄπορα. γίγνεται τὰ π. Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. ἐν Προοιμ. 3· ἔρωτι πάντα π. Λουκ. Δημ. Ἐγκώμ. 14. 2) ὁ ἔχων πολλὰς εὐκολίας, ἄφθονα τὰ μέσα, ὡς τὸ [[εὔπορος]]· ποριμώτεροι ἐς πάντα Θουκ. 8. 76· ἐποίησε τὸν ἀνθρώπινον βίον π. ἐξ ἀπόρου Γοργ. Ρητ. 190. 42.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>I.</b> pénétrable, accessible ; <i>fig.</i> possible : τινι à qqn;<br /><b>II. 1</b> qui ouvre un passage ; <i>fig.</i> qui aboutit : ἄπορα [[πόριμος]] ESCHL qui ne peut aboutir, dont les efforts sont inutiles;<br /><b>2</b> pourvu de ressources;<br /><i>Cp.</i> ποριμώτερος, <i>Sp.</i> ποριμώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[πόρος]].
}}
}}